κέντημα
81βελονιά — η 1. η απόσταση ανάμεσα σε δύο τρυπήματα που γίνονται με βελόνα: Έραψε το ρούχο του με βελονιές που φαίνονταν. 2. το είδος της βελονιάς που χρησιμοποιείται στο κέντημα: Αυτό το σεντόνι είναι κεντημένο με σταυρωτή βελονιά. 3. το τρύπημα με βελόνα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82γιρλάντα — η (λ. ιταλ.) 1. πλέγμα από λουλούδια, φύλλα, κλαδιά, που χρησιμοποιείται για διακόσμηση σε διάφορες επιφάνειες: Στόλισε όλες τις πόρτες του σπιτιού με γιρλάντες. 2. συνεχόμενο κέντημα ή ζωγραφιά σε ρούχα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83εικόνα — η 1. αναπαράσταση πραγματικής ή φανταστικής μορφής με τις πλαστικές ή διακοσμητικές τέχνες (άγαλμα, ανάγλυφο, ζωγραφιά, κέντημα κτλ.), ομοίωμα μορφών και πραγμάτων: Ο προϊστάμενος έχει στο γραφείο του την εικόνα του πρωθυπουργού. 2. αγιογραφία,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84εργόχειρο — εργόχειρο, το και εργόχερο, το έργο των χεριών, χειροτέχνημα, κέντημα ή πλεχτό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85κεντητός, -ή, -ό — και κεντιστός, ή, ό στολισμένος με κέντημα: Καθόταν πάνω σ ένα κεντητό μαξιλάρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86μπορντούρα — η (λ. γαλλ.), δαντέλα ή κέντημα στην άκρη υφάσματος ή φορέματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87πλουμίζω — πλούμισα 1. στολίζω, διακοσμώ με κέντημα ή με άλλη τέχνη: Τότε άρχισα να κάνω το κρεβάτι πλουμίζοντας το μάλαμα και φίλντισι κι ασήμι (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., επαινώ: Πλουμίσανε καλά το γαμπρό και τη νύφη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88σπιρούνισμα — το κέντημα με σπιρούνι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
89σταυροβελονιά — η είδος βελονιάς στο κέντημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
90τσίμπημα — το, ατος 1. κέντημα, αγκύλωμα με αιχμηρό αντικείμενο: Τσίμπημα καρφίτσας. 2. δυνατή πίεση του δέρματος, που γίνεται με τα δάχτυλα (με αντίχειρα και δείχτη) και που προκαλεί πόνο, τσιμπιά, τσιμπηματιά: Από τα τσιμπήματα μελάνιασε το μπράτσο της. 3 …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)