κέντημα
51νύγμα — το (Α νύγμα και νύχμα) 1. κέντημα, τσίμπημα, αμυχή, τρύπημα 2. η μικρή πληγή που προκαλείται από το τσίμπημα αρχ. 1. προσβολή τών νεύρων 2. στον πληθ. τὰ νύγματα ερεθισμοί τών αισθητήριων οργάνων ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή μεταβολών.… …
52ξανακεντώ — άω 1. τρυπώ πάλι με αιχμή, ξανατρυπώ, ξανακεντρίζω 2. φτειάχνω πάλι κέντημα 3. μτφ. κατακαίω κάποιον ή κάτι πάλι («και πάλι βρίσκω τη φωτιά πάλι ξανακεντά με», Ερωτόκρ.) …
53ξόμπλι — το (Μ ξόμπλι και ἐξόμπλιον, και ἐξέμπλον και ἐξέμπλιον και ἔξομπλον) παράδειγμα προς μίμηση, υπόδειγμα, πρότυπο νεοελλ. 1. σχέδιο που χρησιμεύει ως πρότυπο για τη διακόσμηση υφασμάτων, σχέδιο κεντήματος 2. διακόσμηση, ποίκιλμα, κέντημα, κεντίδι 3 …
54ουρτικώδη — Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η… …
55παρακέντημα — τὸ, Μ [παρακεντώ] κέντημα στα πλευρά, ποίκιλμα …
56παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ …
57περιχείλωση — η, Ν·1. η ύφανση, το ράψιμο ή το κέντημα μπορντούρας γύρω γύρω σε ύφασμα ή ένδυμα 2. η διαμόρφωση χείλους στα άκρα μεταλλικών σκευών ή ελασμάτων με κύρτωσή τους 3. η μπορντούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχειλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. περιχείλωσις,… …
58πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… …
59ποίκιλμα — το, ΝΑ [ποικίλλω] 1. στολίδι, κόσμημα, πλουμίδι («πέπλος μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν», Πλάτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα ποικίλματα μουσ. ελεύθεροι ή τυποποιημένοι τρόποι άρθρωσης τού βασικού σκελετού μιας μελωδίας, που… …
60ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …