κέντημα

  • 41κατακέντημα — κατακέντημα, τὸ (Α) [κατακεντώ] η τρύπα που σχηματίζεται από το κέντημα …

    Dictionary of Greek

  • 42κεντηματιά — η 1. κέντηση, νύξη 2. η βελονιά τού κεντήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντημα, τος + κατάλ. ιά (πρβλ. δαγκωματ ιά, ζαρωματ ιά)] …

    Dictionary of Greek

  • 43κεντητής — ο, θηλ. κεντήστρα και κεντήτρα και κεντήτρια και κεντίστρα (ΑΜ κεντητής) [κεντώ] νεοελλ. 1. τεχνίτης που ασκεί την τέχνη τού κεντήματος 2. το θηλ. κεντήστρα α) γυναίκα που συνήθως κατ επάγγελμα ασχολείται με το κέντημα β) μτφ. γυναίκα που έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 44κεντητός — ή, ό (ΑΜ κεντητός, ή, όν) [κεντώ] 1. κεντημένος, στολισμένος με κεντήματα («φόρεμα κεντητό») 2. προσαρμοσμένος κάπου με κέντημα («λουλούδια κεντητά στο φόρεμα») …

    Dictionary of Greek

  • 45κλωστή — η (Μ κλωστή) κλωσμένο νήμα («γι αυτό το κέντημα χρειάζονται πολλές κλωστές») νεοελλ. 1. μτφ. ίνα 2. φρ. «από μια κλωστή κρέμεται» για κατάσταση τής οποίας η εξέλιξη βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού ρηματ.… …

    Dictionary of Greek

  • 46κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 47μουλινέ — το άκλ. και μουλινές, ο είδος κλωστής, κυρίως για κέντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moulinet «μικρός μύλος» < γαλλ. moulin «μύλος, χειρόμυλος» < λατ. mola «μύλος». Κατ άλλους < γαλλ. (soie) moulinee < «μετάξι στριφτό» < ρ. mouliner… …

    Dictionary of Greek

  • 48μπιρμπιλώνω — και μπιμπιλώνω [μπιρμπίλα] 1. στολίζω εσώρουχο, μαντίλι, κέντημα με μπιρμπίλα, διακοσμώ με μπιρμπίλες 2. ρελιάζω, στριφώνω …

    Dictionary of Greek

  • 49νυγμός — ο (ΑΜ νυγμός) 1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός 2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη αρχ. 1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές 2. μτφ. οι τύψεις τής συνείδησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ νύγ ην)… …

    Dictionary of Greek

  • 50νύγδην — (Α) επίρρ. με νύξη, με κέντημα, κεντώντας, τσιμπώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ τού νύσσω* «κεντώ, τρυπώ με αιχμηρό εργαλείο» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ νύγ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην)] …

    Dictionary of Greek