κέντημα

  • 31βαρυξομπλιάζω — στολίζω με πολύτιμο κέντημα …

    Dictionary of Greek

  • 32βελονάκι — το μικρή βελόνα με αγκιστρωτό άκρο, για ράψιμο, πλέξιμο ή κέντημα …

    Dictionary of Greek

  • 33βελονιά — η 1. τρύπημα με βελόνα 2. απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών τρυπημάτων υφάσματος με βελόνα 3. είδος ραφής με βελόνα («πυκνή...» «αραιή βελονιά») 4. κέντημα, ποίκιλμα 5. οξύς και σύντομος πόνος («νιώθω βελονιές στα πόδια μου») …

    Dictionary of Greek

  • 34βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …

    Dictionary of Greek

  • 35γαζί — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 8.018 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το 1. είδος πυκνής και στερεάς ραφής που γίνεται με ραπτομηχανή ή με το χέρι 2. κέντημα 3. φρ. «με δουλεύει ψιλό γαζί»… …

    Dictionary of Greek

  • 36γεργέρι — και γκεργκέρι, το το πλαίσιο, το τελάρο που χρησιμοποιείται στο κέντημα …

    Dictionary of Greek

  • 37γιρλάντα — και γκιρλάντα, η 1. ταινία ή στεφάνι από φύλλα δένδρων ή λουλούδια για διακόσμηση σε κίονες, αψίδες, πόρτες, παράθυρα 2. συνεχές κέντημα στην άκρη ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghirlanda (πρβλ. γαλλ. guirlande ισπ. guirlanda] …

    Dictionary of Greek

  • 38δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …

    Dictionary of Greek

  • 39κέντηση — η (Α κέντησις) [κεντώ] κεντιά, τσίμπημα, αγκύλωμα, νύξη, νύγμα νεοελλ. κέντημα, στόλισμα, ποίκιλμα αρχ. επιγρ. η τοποθέτηση ψηφίδων σε μωσαϊκό, η κατασκευή ψηφιδωτών …

    Dictionary of Greek

  • 40κέντισμα — το [κεντίζω] 1. κέντημα, διαποίκιλση υφάσματος με νήματα και με τη βοήθεια βελόνας 2. κέντρισμα, νύξη με κεντρί ή με οξύ αιχμηρό όργανο …

    Dictionary of Greek