κέντημα

  • 21Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε …

    Dictionary of Greek

  • 22Gladius — This article is about the sword. For other uses, see Gladius (disambiguation). Gladius Replica pseudo Pompeii gladius. Type Armin …

    Wikipedia

  • 23Izhitsa — Cyrillic alphabet navbox Heading=Cyrillic letter Izhitsa Izhitsa (unicode|Ѵ, ѵ; ru. Ижица) is a letter of the early Cyrillic alphabet. It was used to represent upsilon (Υ, υ) in words derived from Greek, such as сunicode|ѵнодъ (sünodǔ, synod ).… …

    Wikipedia

  • 24ακέντητος — η, ο (Α ἀκέντητος, ον) [κεντητός] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δεχθεί κέντημα, κέντρισμα 2. όποιος δεν είναι στολισμένος με κεντήματα «ακέντητο μαντήλι» 3. μτφ. εκείνος που δεν έχει ή δεν μπορεί να κεντηθεί, να πειραχτεί αρχ. 1. αυτός που δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 25ακροποίκιλμα — ( ατος), το το κέντημα, το φεστόνι στις άκρες υφάσματος ή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ποίκιλμα] …

    Dictionary of Greek

  • 26ανεβατός — ή, ό 1. (άρτος, ψωμί) ένζυμος, φουσκωτός (όχι ανέβατος ή λειψανέβατος) 2. είδος βελονιάς σε κέντημα …

    Dictionary of Greek

  • 27αξεσήκωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ξεσηκώθηκε, δεν επαναστάτησε 2. (κυρίως για σχέδιο ή κέντημα) αυτός που δεν τον αντέγραψαν …

    Dictionary of Greek

  • 28αποκεντώ — ( άω) (Α ἀποκεντῶ, έω) νεοελλ. τελειώνω το κέντημα αρχ. διατρυπώ …

    Dictionary of Greek

  • 29αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 30αστεράκι — το 1. μικρό άστρο 2. κέντημα σε σχήμα μικρού άστρου 3. αστεράκια ονομασία λουλουδιών του γένους Καλλίστεφος …

    Dictionary of Greek