κέλευϑος ἀλ
1κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …
2κέλευθος — road fem nom sg …
3κελεύθοις — κέλευθος road fem dat pl κέλευθος road neut dat pl …
4κελεύθω — κέλευθος road fem nom/voc/acc dual κέλευθος road fem gen sg (doric aeolic) …
5κελεύθων — κέλευθος road fem gen pl κέλευθος road neut gen pl …
6κελευσμάτων — κέλευθος road neut gen pl …
7κελεύθου — κέλευθος road fem gen sg …
8κελεύθους — κέλευθος road fem acc pl …
9κελεύθως — κέλευθος road fem acc pl (doric) …
10κελεύθῳ — κέλευθος road fem dat sg …