κέδρινος
1κέδρινος — of cedar masc nom sg …
2κέδρινος — ή, ο (Α κέδρινος ίνη, ον) [κέδρος] 1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα») 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον πάπ. το πορτοκαλί χρώμα …
3κέδρινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κεδρίνων — κέδρινος of cedar fem gen pl κέδρινος of cedar masc/neut gen pl …
5κέδρινον — κέδρινος of cedar masc acc sg κέδρινος of cedar neut nom/voc/acc sg …
6κεδρίναις — κέδρινος of cedar fem dat pl …
7κεδρίνη — κέδρινος of cedar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
8κεδρίνην — κέδρινος of cedar fem acc sg (attic epic ionic) …
9κεδρίνης — κέδρινος of cedar fem gen sg (attic epic ionic) …
10κεδρίνοις — κέδρινος of cedar masc/neut dat pl …