κέαρ
1κέαρ — κέαρ, τὸ (Α) η καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρδιά] …
2κέαρ — κῆρ heart neut voc sg κῆρ heart neut acc sg κῆρ heart neut nom sg …
3Herz (1), das — 1. Das Hêrz, des ens, Dat. en, Accus. das Herz, plur. die en; Diminut. das Herzchen, Oberd. Herzlein, zusammen gezogen Herzel. 1. Eigentlich, derjenige fleischige Theil in den thierischen Körpern, welcher einer umgekehrten Pyramide gleicht,… …
4θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …
5καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …
6νόαρ — νόαρ, τὸ (Μ) φάντασμα, φάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῶ, πιθ. κατά τα κέαρ, ὄναρ] …
7ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …
8πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά …
9(k̂ered-:) k̂erd-, k̂ērd-, k̂r̥d-, k̂red- — (k̂ered :) k̂erd , k̂ērd , k̂r̥d , k̂red English meaning: heart Deutsche Übersetzung: “Herz” Material: Arm. sirt, instr. srti v “heart” (*k̂ērdi ); Gk. καρδίᾱ (Att.), κραδίη (Hom.), κάρζα (Lesb.), κορίζᾱ (Cypr.) “heart; stomach; …