Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάτω από

  • 1 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 2 сбросить

    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•

    сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.

    || απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•

    сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•

    сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.

    2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•

    сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•

    сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•

    сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.

    3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•

    сбросить давление κατεβάζω την πίεση•

    сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.

    4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.
    5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.
    6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).
    ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•

    с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.

    Большой русско-греческий словарь > сбросить

  • 3 под

    под I
    предлог Α. с вин. и твор. п.
    1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:
    \под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων
    2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:
    жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·
    3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:
    \под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.
    1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):
    \под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·
    2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:
    \под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··
    3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:
    это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·
    4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:
    помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:
    \под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.
    под II
    м (печи) ὁ πάτος τής σόμπας.

    Русско-новогреческий словарь > под

  • 4 из-под

    κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).
    1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•

    мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.

    2. από τα πέριξ•

    он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.

    3. (σημαίνει αλλαγή) απο•

    освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•

    вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•

    выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•

    выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.

    4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•

    бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•

    метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•

    бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.

    εκφρ.
    из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•
    из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι).

    Большой русско-греческий словарь > из-под

  • 5 под

    под (подо ) 1) (ниже) κάτω από· \под столом κάτω από το τραπέζι 2) (вблизи) πλησίον κοντά σε· \под Москвой κοντά στη Μόσχα 3) (о времени) προς, κατά· \под вечер κατά το Βράδυ- \под конец στο τέλος·◇ \под мрамор σε μάρμαρο* \под аккомпанемент гитары με τη συνοδεία κιθάρας· \под влиянием κάτω από την επιρροή (или επίδραση)
    * * *
    1) ( ниже) κάτω από

    под столо́м — κάτω από το τραπέζι

    2) ( вблизи) πλησίον κοντά σε

    под Москво́й — κοντά στη Μόσχα

    3) ( о времени) προς, κατά

    под ве́чер — κατά το βράδυ

    под коне́ц — στο τέλος

    ••

    под мра́мор — σε μάρμαρο

    под аккомпанеме́нт гита́ры — με τη συνοδεία κιθάρας

    под влия́нием — κάτω από την επιρροή ( или επίδραση)

    Русско-греческий словарь > под

  • 6 снизу

    επίρ. από κάτω, εκ των κάτω•

    снизу дует από κάτω φυσά.

    || κάτω απο, υπό• — дерева κάτω από το δέντρο.
    εκφρ.
    снизу вверх смотреть на кого – σέβομαι κάποιον•
    снизу доверху – από τα κάτω ως τα πάνω (από τα απλά μέλη ως τα ανώτατα• σ όλη την ιεραρχία ή κλίμακα).

    Большой русско-греческий словарь > снизу

  • 7 сверху

    επίρ.
    1. επάνω, από πάνω, από το επάνω μέρος (επιφανειακά). || επάνωθεν•

    масло испортилось только сверху το λίπος χάλασε μόνο πάνω-πάνω.

    2. από πάνω, εκ των άνω•

    вода падает сверху το νερό τρέχει από πάνω•

    вид сверху άποψη από πάνω•

    смотреть сверху вниз κοιτάζω από πάνω προς τα κάτω.

    3. πρόθ. (απλ.) ψηλότερος-сверху дерева ψηλότερος του δέντρου•

    сверху дома ψηλότερος από το σπίτι.

    εκφρ.
    сверху вниз смотреть – βλέπω αφυψηλού (υπεροπτικά)•
    сверху донизу – από πάνω ως κάτω•
    провести линию донизу – τραβώ (σύρω) γραμμή από πάνω ως κάτω•
    установить централизм сверху донизу – καθιερώνω το συγκεντρωτισμό από πάνω ως κάτω (από το καθοδηγητικό κέντρο ως τη βάση).

    Большой русско-греческий словарь > сверху

  • 8 ниже

    ниже 1. (сравн. ст. от низкий) χαμηλότερος 2. (сравн. ст. от низко) χαμηλότερα, πιο κάτω 3) (менее) κάτω από· сегодня 10 градусов \ниже нуля σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν
    * * *
    1. сравн. ст. от низкий 2. сравн. ст. от низко
    χαμηλότερα, πιο κάτω
    3.
    ( менее) κάτω από

    сего́дня 10 гра́дусов ни́же нуля́ — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν

    Русско-греческий словарь > ниже

  • 9 под...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > под...

  • 10 подъ...

    под..., подо..., подъ...
    (πρόθεμα)
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας• κίνηση από κάτω προς τα πάνω: подбросить, подпрыгнуть.
    2. α) ενέργεια από τα κάτω ή και προς τα κάτω: подложить, подставить, подтечь. β) εμφάνιση κατάστασης στο κάτω μέρος αντικειμένου: подгореть, подмокнуть.
    3. επέκταση της ενέργειας προς τα κάτω: подкопать, подмочить, подшить.
    4. πλησίαση προς κάποιον ή προς κάτι: подбежать, подползти.
    5. επιπρόσθεση• συμπλήρωση: подлить, подмешать.
    6. ενέργεια ή κατάσταση κάπως εξασθενημένη: подлечиться, подсохнуть.
    7. κρυφή ενέργεια: подглядеть, подговорить, подкараулить, подслушать.
    8. ενέργεια διαδοχική, επαναληπτική ή συνοδευόμενη: подвывать, поддакивать, подпевать, подыграть.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών και επιθέτων με σημασία:
    1. τοποθετημένος η ευρισκόμενος κάτω απο: подземелье, подкожный.
    2. τοποθετημένος ή ευρισκόμενος πολύ κοντά: подгородный, подтропики.
    3. υποδιαίρεση• τμήμα: подкласс, подразделение.
    4. αρμοδιότητα, σφαίρα δράσης: поднадзорный, подопытный, подследственный.
    5. κατωτερότητα αντί..., υπο...: подполковник, подмастерье.
    6. παρομοιότητα: подлещик, подгруздь.

    Большой русско-греческий словарь > подъ...

  • 11 ниже

    1. συγκρ. β. του επ. низкий κ. του επιρ. низко.
    2. κάτω κατωτέρω•

    ниже истоков κάτω των πηγών.

    3. (για βιβλία κ.τ.τ.) παρακάτω, πιο κάτω, κατωτέρω. || υπό, κάτω•

    колена κάτω από το γόνατο.

    εκφρ.
    ниже достоинства – δεν ταιριάζει, υποτιμά, μειώνει την αξιοπρέπεια•
    ниже нуля – κάτω από το μηδέν.
    σύνδ. συμπλ. (σε αρνητ. προτάσεις)• ακόμα όχι (ούτε).

    Большой русско-греческий словарь > ниже

  • 12 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 13 из-под

    из-под 1) από, κάτω από приехать \из-под Тулы έρχομαι από Τούλα 2) (для) για, από, коробка \из-под конфет το κουτί από σοκολατένια
    * * *
    1) από, κάτω από

    прие́хать из-под Ту́лы — έρχομαι από Τούλα

    2) ( для) για, από

    коро́бка из-под конфе́т — το κουτί από σοκολατένια

    Русско-греческий словарь > из-под

  • 14 знамя

    -мени, πλθ. знамна
    -мн ουδ.
    1. σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λάβαρο•

    красное знамя κόκκινη σημαία•

    голубоблое, знамя γαλανόλευκη σημαία•

    переходящее знамя η επαμειβόμενη σημαία•

    боевое знамя το φλάμπουρο•

    с развевающимися -нами με ξεδιπλωμένες τις, σημαίες•

    полковое знамя η σημαία του συντάγματος•

    водрузить знамя στήνω τη σημαία•

    поднять знамя восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης• σηκώνω μπαϊράκι•

    призывать под -на καλώ κάτω από τις σημαίες.

    2. μτφ. καθοδηγητική ιδέα•

    под -ем κάτω-από τη σημαία (υπο την καθοδήγηση).

    εκφρ.
    высоко держать знамя – (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία•
    стать (или встать) под знамя – μιταίνω κάτω από τη σημαία (μετέχω στον αγώνα).

    Большой русско-греческий словарь > знамя

  • 15 падать

    ρ.δ.
    1. πέφτω•

    падать на змлю πέφτω στη γη•

    падать с лошади πέφτω από το άλογο.

    || κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•

    -ет туман πέφτει ομίχλη•

    выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•

    зубк -ют τα δόντια πέφτουν•

    ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.

    || επιρρίπτομαι•

    тень -ет πέφτει σκιά•

    свет -ет πέφτει φως.

    || ρίχνομαι•

    падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    -на колени πέφτω στα γόνατα.

    || γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.
    2. ρίχνω•

    -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.

    3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•

    -ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.

    4. μτφ. υποπίπτω•

    на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.

    5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•

    ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•

    давление -ет η πίεση ελαττώνεται•

    цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•

    авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.

    6. ξεπέφτω ηθικά.
    7. χάνω τη σημασία, την αξία•

    падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.

    8. ψοφώ.
    9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).
    εκφρ.
    падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•
    падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.

    Большой русско-греческий словарь > падать

  • 16 подлить

    подолью, подольшь, παρλθ. χρ. подлил, -ла, -лило κ. подлил, подлило, προστκ. подлей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подлитый κ. подлитый, βρ: подлит κ. подлит, -а, подлито κ. подлито
    ρ.σ.μ. χύνω επιπρόσθετα, ακόμα λίγο•

    подлить соус ρίχνω ακόμα λίγο σάλτσα•

    подлить вина в стакан ρίχνω λίγο ακόμα κρασί στο ποτήρι.

    || χύνω, ρίχνω από τα κάτω•

    подлить воду под колесо ρίχνω νερό κάτω από τον τροχό.

    εκφρ.
    масло в огонь – ρίχνω λάδι στη φωτιά (επιδεινώνω (παροξύνω) την κατάσταση.
    χύνομαι, ρίχνομαι από κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > подлить

  • 17 подпасть

    ρ.σ. υποπίπτω, πέφτω κάτω απο•

    -под власть πέφτω κάτω από την εξουσία•

    подвлияние πέφτω κάτω από την επίδραση.

    Большой русско-греческий словарь > подпасть

  • 18 нижний

    -яя, -ее
    επ.
    1. ο κάτω, ο κατώτερος•

    -яя члюсть η κάτω σιαγόνα•

    -ие оконечности τα κάτω άκρα•

    нижний этаж το εισώγειο.

    || ο υποκάτω, ο κάτω από μας•

    -ие жильцы οι κάτωθι μας κάτοικοι.

    2. (για ποτάμια) ο κάτω•

    -ее течение ο κάτω ρους•

    -яя волга ο κάτω Βόλγας.

    3. εσωτερικός•

    -ее бель τα εσώρουχα.

    4. (για ήχο) χαμηλότερος.
    εκφρ.
    нижний чинπαλ. στρατιώτης, φαντάρος.

    Большой русско-греческий словарь > нижний

  • 19 выбросить

    -ошу, -осишь, προστκ. выбрось, κ. выброси, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выброшенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ έξω•

    он -ил окурок в окно αυτός πέταξε τη γόπα έξω από το παράθυρο•

    выбросить мусор πετώ έξω τα σκουπίδια.

    || μτφ. διαγράφω, σβήνω, περικόπτω, απορρίπτω•

    в цензуре -ли основное η λογοκρισία απέρριψε το βασικό.

    || μτφ. σπαταλώ, ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα, σκορπώ•

    выбросить зря деньги σπαταλώ τα χρήματα•

    выбросить на ветер сто рублей σκορπίζω στον αέρα (εξανεμίζω) εκατό ρούβλια.

    2. προτείνω, προβάλλω, τεντώνω, τινάζω•

    выбросить руку вправо τεντώνω το χέρι δεξιά•

    -винтовку выбросить προτείνω το τουφέκι.

    3. προπέμπω, προαποστέλλω, εξαποστέλλω.
    4. αναδίδω, εκφύω, βλαστίζω.
    5. βγάζω, ρίχνω•

    выбросить товары на рынок ρίχνω εμπορεύματα στην αγορά.

    εκφρ.
    выбросить из головы, сердца, памяти – βγάζω από το κεφάλι (νου), την καρδιά, τη μνήμη (ξεχνώ)•
    -лозунг ή призыв – ρίχνω σύνθημα•
    выбросить на улицу – α) ρίχνω, πετώ στο δρόμο, διώχνω από το σπίτι, β) στερώ των μέσων ύπαρξης, πετώ στο δρόμο.
    ρίχνομαι, πηδώ κάτω•

    он -ился из окна αυτός ρίχτηκε (έπεσε) κάτω από το παράθυρο.

    || εξοκέλλω• προσαράσσω. || ξεσπώ, βγαίνω, πετάγομαι απότομα, με δύναμη (για καπνό, φλόγα, νερό κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > выбросить

  • 20 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

См. также в других словарях:

  • κάτω — και κάτου επίρρ. τοπ. 1. χαμηλά, στο έδαφος: Άφησε κάτω το δέμα. 2. στο κάτω μέρος, αποκάτω: Τον χτύπησε κάτω από το μάτι. 3. με την πρόθεση από και αιτ. αριθμητικού σημαίνει λιγότερο: Κοστίζει κάτω από πεντακόσιες λίρες. 4. με την πρόθεση σε και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Παναγιάς, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Άρτας. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άραχθου και είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Άρτας. Κτίσμα των μέσων του 13oυ αι., ιδρύθηκε από τον δεσπότη της Ηπείρου Δούκα B’ (1231 71)· …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Νευροκοπίου, δήμος — Δήμος (8.026 κάτ.) του νομού Δράμας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακας, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Κάτω Βροντούς,… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Μητρουσίου, δήμος — Νέος δήμος (6.402 κάτ.) του νομού Σερρών, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Προβατά, Αναγεννήσεως, Άνω Καμήλας, Βαμβακιάς, Μητρουσίου και Μονοκκλησιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Ολύμπου, δήμος — Νέος δήμος (4.375 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Πυργετού, Αιγάνης, Κρανέας και Ραψάνης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Πυργετός …   Dictionary of Greek

  • Σαξονία, Κάτω — (Niedersachsen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στο βόρειο τμήμα της. Έχει έκταση 47 349 τ. χλμ. και πληθυσμό 7 283 795 κατοίκους. Πρωτεύουσα είναι το Ανόβερο. Βρέχεται προς τα ΒΔ από τη Βόρεια θάλασσα, κατά… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία, Κάτω — (Nieder Österreich). Κρατίδιο (19.170 τ. χλμ., 1.549.640 κάτ. το 2000) της Αυστριακής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει ολόκληρο το βορειοανατολικό τμήμα. Πρωτεύουσα είναι το Ζανκτ Πέλτεν (49.272 κάτ. το 2001), ενώ στο έδαφός της… …   Dictionary of Greek

  • Ζάκρος, Κάτω — Οικισμός (24 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάνου. Στη θέση του οικισμού, στη μέση περίπου της ανατολικής ακτής της Κρήτης, υπήρχε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού και το τέταρτο σε μέγεθος κρητικό …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»