κάρ
1κάρ — neut voc sg κάρ neut acc sg κάρ neut nom sg κατά downwards. poetic indeclform (prep) …
2καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας …
3κάρ' — κάρα , κάρ neut nom/voc/acc pl κάρε , κάρ neut nom/voc/acc dual κάρᾱͅ , κάρα head fem dat sg (attic doric ionic aeolic) κάραι , κάρα head fem nom/voc pl (ionic) κάρα , κάρον neut nom/voc/acc pl κάρε , κάρος heavy sleep masc voc sg …
4Καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας …
5Κάρ — Κά̱ρ , Κάρ experimentum facere in corpore vili masc nom sg …
6Κάρ' — Κᾱρί , Κάρ experimentum facere in corpore vili masc dat sg …
7καρ(ρ)άκα — η τύπος μεσαιωνικού υψίπρυμνου τριίστιου ή τετραΐστιου εμπορικού ιστιοφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. caraque < αραβ. karraka] …
8καράτομον — καρ̱άτομον , καράτομος beheaded masc/fem acc sg καρ̱άτομον , καράτομος beheaded neut nom/voc/acc sg …
9Κᾶρες — Κάρ experimentum facere in corpore vili masc nom/voc pl Κάρ experimentum facere in corpore vili masc nom pl …
10καρατόμοις — καρ̱ατόμοις , καράτομος beheaded masc/fem/neut dat pl καρατόμος masc/fem/neut dat pl …