κάρφιον
1καρφίον — καρφίον, τὸ (AM) βλ. καρφί …
2καρφίον — suckers neut nom/voc/acc sg …
3καρφία — καρφίον suckers neut nom/voc/acc pl …
4καρφίοις — καρφίον suckers neut dat pl …
5καρφίου — καρφίον suckers neut gen sg …
6καρφίῳ — καρφίον suckers neut dat sg …
7TENUS — apud Tertullian. de Pallio, c. 3. ubi de invento torquendi lanas et in fila deducendi ad eundem modum, quô prius torquebantur restes ex philyra, Mercurium, inquit, forte palpati arietis mollitie delectatum, deglubâsse oviculam, dumque pertentat,… …
8δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] …
9καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …
10καρφολασία — καρφολασία, ἡ (Μ) τα ίχνη τών καρφιών από τα πέταλα τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίον ή κάρφος + ἔλασις] …
- 1
- 2