κάρφη
1κάρφη — κάρφη, ἡ (Α) [κάρφω] ξερό χόρτο, άχυρο («μὴ ἅπτεσθαι τῆς κάρφης τὸ ὕδωρ», Ξεν.) …
2κάρφη — hay fem nom/voc sg (attic epic ionic) κάρφος any small dry body neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάρφος any small dry body neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
3καρφέων — κάρφη hay fem gen pl (epic ionic) κάρφος any small dry body neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
4καρφῶν — κάρφη hay fem gen pl κάρφος any small dry body neut gen pl (attic epic doric) καρφόω nail pres part act masc voc sg (doric aeolic) καρφόω nail pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) καρφόω nail pres part act masc nom sg καρφόω nail pres …
5κάρφην — κάρφη hay fem acc sg (attic epic ionic) κάρφος any small dry body neut acc sg κάρφω dry up pres inf act (doric aeolic) …
6κάρφης — κάρφη hay fem gen sg (attic epic ionic) …
7κάρφας — κάρφᾱς , κάρφη hay fem acc pl κάρφᾱς , κάρφη hay fem gen sg (doric aeolic) …
8κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… …
9καρφώδης — καρφώδης, ῶδες (Α) ο γεμάτος κάρφη, ο γεμάτος άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ώδης (πρβλ. ρεμβ ώδης, χα ώδης)] …
10προϋποβάλλω — ΝΜΑ υποβάλλω προηγουμένως κάτι αρχ. 1. μέσ. προϋποβάλλομαι τοποθετώ προηγουμένως κάτι ως βάση, ως θεμέλιο («αἱ χελιδόνες πρὸ τῆς τεκνοποιΐας... στερεὰ κάρφη προϋποβάλλονται», Πλούτ.) 2. παθ. προετοιμάζομαι ως υλικό («ἡ μὲν [ἱστορία] προϋπῆρχε καὶ …
- 1
- 2