κάρτιστοι δή
1κάρτιστοι — κάρτιστος masc nom/voc pl κράτιστος strongest masc nom/voc pl (epic) …
2επιχθόνιος — α, ο (AM ἐπιχθόνιος, ον και ος, α, ον) επίγειος, αυτός που ζει πάνω στη γη (σε αντίθεση με τον ουράνιο) («κάρτιστοι δὴ κεῑνοι ἐπιχθονίων... ἀνδρῶν») αρχ. μσν. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ἐπιχθόνιοι οι άνθρωποι, οι θνητοί (σε αντιδιαστολή με… …