κάρκινος

  • 81δρομίας — ο (Α δρομίας) μικρός καρκίνος τών θερμών θαλασσών …

    Dictionary of Greek

  • 82δωρίππη — η μεγάλος καρκίνος τών θερμών θαλασσών …

    Dictionary of Greek

  • 83ελκοκαρκίνος — ο καρκίνος που αναπτύσσεται σε σημείο τού στομάχου όπου υπάρχει έλκος …

    Dictionary of Greek

  • 84θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …

    Dictionary of Greek

  • 85κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… …

    Dictionary of Greek

  • 86κάρκαροι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) τραχείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρκίνος] …

    Dictionary of Greek

  • 87κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …

    Dictionary of Greek

  • 88καρκινίας — καρκινίας, ὁ (Α) [καρκίνος] πολύτιμος λίθος με χρώμα παρεμφερές με αυτό τού καρκίνου, δηλ. τού κάβουρα …

    Dictionary of Greek

  • 89καρκινευτής — καρκινευτής, ὁ (Α) ο κυνηγός καρκίνων, καβουριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος κατά τα μεταρρηματικά θηρευ τής, ορνιθευ τής)] …

    Dictionary of Greek

  • 90καρκινοβάτης — καρκινοβάτης, ὁ (Α) αυτός που βαδίζει σαν κάβουρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, υπνο βάτης] …

    Dictionary of Greek