κάρζα

  • 1κάρζα — κάρζα, ἡ (Α) αιολ. τ. τής λ. καρδιά* …

    Dictionary of Greek

  • 2καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 3(k̂ered-:) k̂erd-, k̂ērd-, k̂r̥d-, k̂red- —     (k̂ered :) k̂erd , k̂ērd , k̂r̥d , k̂red     English meaning: heart     Deutsche Übersetzung: “Herz”     Material: Arm. sirt, instr. srti v “heart” (*k̂ērdi ); Gk. καρδίᾱ (Att.), κραδίη (Hom.), κάρζα (Lesb.), κορίζᾱ (Cypr.) “heart; stomach; …

    Proto-Indo-European etymological dictionary