κάπρος
1Κάπρος — boar masc nom sg …
2κάπρος — boar masc nom sg …
3κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος …
4κάπρος — ο βλ. κάπρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Καλυδώνιος Κάπρος — Μυθολογικό ον. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ένας αγριόχοιρος με εξαιρετική δύναμη. Τον έστειλε στην Καλυδώνα της Αιτωλίας (βλ. λ. Καλυδών) η Άρτεμη για να εκδικηθεί την ασέβεια του βασιλιά Οινέα, ο οποίος προσέφερε θυσία σε όλους τους… …
6Κάπρω — Κάπρος boar masc nom/voc/acc dual Κάπρος boar masc gen sg (doric aeolic) …
7κάπρω — κάπρος boar masc nom/voc/acc dual κάπρος boar masc gen sg (doric aeolic) …
8Κάπρε — Κάπρος boar masc voc sg …
9κάπρε — κάπρος boar masc voc sg …
10Κάπροι — Κάπρος boar masc nom/voc pl …