Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάπου αλλού

  • 1 кое-где

    кое||-где
    нареч σέ μερικά μέρη, ἐδῶ καί κεί, κάπου ἀλλου.

    Русско-новогреческий словарь > кое-где

  • 2 кое-где

    [κόιε-γκντιέ] εχίρ. σε μερικά μέρη, κάπου αλλού

    Русско-греческий новый словарь > кое-где

  • 3 кое-где

    [κόιε-γκντιέ] εχίρ σε μερικά μέρη, κάπου αλλού

    Русско-эллинский словарь > кое-где

  • 4 где

    επίρ.
    1. ερωτ. που;•

    где вы работаете? που δουλεύετε;

    2. τοπ. πού•

    вот где να που.

    3. αναφ. όπου•

    везде хорошо где нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε, ή• αόρ. πα-ντούι, όπου και αν, οπουδήποτε•

    где он ни останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... где бы то не было οπουδήποτε, παντού όπου και να μη•

    больше чем где бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπουδήποτε αλλού•

    где-где παλ. α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού.

    εκφρ. где ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ’ αυτή την υπόθεση)• где (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! где;• где уж; где (уж) только παντού, πανταχού•
    где бы – αντί να•
    где бы нам плакать - песни поём – αντί να κλαίμε - τραγουδάμε.

    Большой русско-греческий словарь > где

См. также в других словарях:

  • Сабанис, Йоргос — Йоргос Сабанис Имя при рождении греч. Γιώργος Σαμπάνης Дата рождения 1983 год(1983) …   Википедия

  • βρυόζωα — Συνομοταξία (φύλο) ασπόνδυλων οργανισμών, οι οποίοι ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νερά και κάποτε αποτελούσαν μαζί με τα βραχιονόποδα το φύλο των μαλακιοειδών. Η ονομασία τους σημαίνει ζώα βρύα, επειδή οι οργανισμοί αυτοί ζουν σε αποικίες… …   Dictionary of Greek

  • αλλαχή — ἀλλαχῆ και ἀλλαχῇ επίρρ. (Α) 1. κάπου αλλού, σε άλλο μέρος 2. φρ. «άλλοτε αλλαχή», μια εδώ και μια εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσψυμα αχ , όπως και στα ἀλλαχόθεν, ἀλλαχόθι, ἀλλαχοῦ κ.ά. + επιρρ. κατάλ. ή (και η)] …   Dictionary of Greek

  • αλλαχού — ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ) κάπου αλλού, σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. ου] …   Dictionary of Greek

  • αποκαθεύδω — ἀποκαθεύδω (Α) 1. κοιμάμαι ακόμη, συνεχίζω να κοιμάμαι 2. κοιμάμαι κάπου αλλού, όχι στο σπίτι μου 3. (για γυναίκα χωρισμένη) κοιμάμαι με άλλον 4. αδιαφορώ για κάτι …   Dictionary of Greek

  • επιδιαμένω — ἐπιδιαμένω (Α) διαμένω εν συνεχεία κάπου αλλού …   Dictionary of Greek

  • περιδερίδα — η / περιδερίς, ίδος, ΝΑ περιδέραιο νεοελλ. δερμάτινη λωρίδα που περιβάλλει τον τράχηλο τού υποζυγίου και φέρει στο κάτω μέρος της έναν κρίκο, από τον οποίο προσδένεται το ζώο στη φάτνη ή κάπου αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιδέραιον + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • προϋπηρετώ — έω, Ν υπηρετώ προηγουμένως κάπου αλλού, σε άλλη θέση ή σε άλλον οργανισμό …   Dictionary of Greek

  • συνεκπολεμώ — (I) έω, Α κυριεύω, νικώ κάποιον μαζί με άλλους («αὐτὸς συνεκπολεμήσει αὐτοὺς μεθ ὑμῶν», ΠΔ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκπολεμῶ (Ι) «παροτρύνω ή εμπλέκω σε πόλεμο»]. (II) όω, ΜΑ 1. εξεγείρω, παρακινώ κάποιον σε κοινό πόλεμο εναντίον κάπου άλλου 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • επερείδω — (AM ἐπερείδω) στηρίζω πάνω σε κάτι αρχ. μσν. σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.) 2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά 3. εντείνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»