Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάποιος

  • 1 κάποιος

    [капиос] εκ./αντ. некий

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάποιος

  • 2 какой-либо

    какой-либо, какой-нибудь, какой-то κάποιος, ένας вас спрашивал какой-то человек κάποιος σας ζητούσε
    * * *
    = какой-нибудь = какой-то
    κάποιος, ένας

    вас спра́шивал како́й-то челове́к — κάποιος σας ζητούσε

    Русско-греческий словарь > какой-либо

  • 3 кое-какой

    Русско-греческий словарь > кое-какой

  • 4 кое-кто

    кое-кто κάποιος μερικοί (тк.мн.)
    * * *
    κάποιος; μερικοί (тк. мн.)

    Русско-греческий словарь > кое-кто

  • 5 кто-то

    Русско-греческий словарь > кто-то

  • 6 некий

    некий κάποιος, ένας
    * * *
    κάποιος, ένας

    Русско-греческий словарь > некий

  • 7 некоторый

    некоторый κάποιος" \некоторыйые из нас μερικοί από μας* на \некоторыйое время για ορισμένο διάστημα
    * * *

    не́которые из нас — μερικοί από μας

    на не́которое вре́мя — για ορισμένο διάστημα

    Русско-греческий словарь > некоторый

  • 8 некто

    некто κάποιος, ένας
    * * *
    κάποιος, ένας

    Русско-греческий словарь > некто

  • 9 какой-то

    какой-то
    мест, неопр.
    1. (неизвестно какой) κάποιος, τίς:
    \какой-то приезжий тебя ждет κάποιος ξένος σέ περιμένει·
    2. (при уподоблении, приравнивании) ἕνα είδος.

    Русско-новогреческий словарь > какой-то

  • 10 некий

    некий
    мест. κάποιος:
    вас спрашивал \некий Сидоров σᾶς ζήτησε κάποιος Σίντορωφ.

    Русско-новогреческий словарь > некий

  • 11 некто

    некто
    мест. κάποιος, τις:
    \некто Петров κάποιος Πετρόφ.

    Русско-новогреческий словарь > некто

  • 12 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 13 какой-то

    -ая-то, -бе-то αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    какой-то человек вас спрашивает κάποιος άνθρωπος σας ζητάει.

    || τέτοιος, κάτι τέτοιος.

    Большой русско-греческий словарь > какой-то

  • 14 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 15 некий

    -коего α., некая
    -коей (-кой) в., некое
    -коего ουδ., πλθ. некие
    -койх(-ких) αόρ. αντων. κάποιος, ένας•

    -ое беспокойство κάποια ανησυχία•

    некий фома вас спрашивал κάποιος Θωμάς σας ζητούσε.

    Большой русско-греческий словарь > некий

  • 16 некто

    αόρ. αντων., απαντά μόνο στην ονομ. κάποιος άνθρωπος•

    подошл ко мне некто в плаще με πλησίασε κάποιος με αδιάβροχο.

    Большой русско-греческий словарь > некто

  • 17 -то

    μόριο
    1. (χρησιμοποιείται για υπογράμμιση της λ. στην πρόταση)• ακριβώς•

    этого-то и хотел αυτό ακριβώς και ήθελα.

    2. (αόριστο μόριο που μπαίνει μετά από τις αόριστες αντωνυμίες και επιρρήματα)•

    кто-то κάποιος•

    что-то κάτι (τι)•

    когда-то κάποτε•

    где-то κάπου.

    3. (σημαίνει κάτι αόριστο, που αντικατασταίνει το συγκεκριμένο)•

    когда? -то когда-то πότε; -то κάποτε•

    какой? -то какой-то ποιος; -то κάποιος• (το ίδιο και με άλλες αόριστες αντωνυμίες).

    Большой русско-греческий словарь > -то

  • 18 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

  • 19 один

    1. (числительное) το (αριθμητικό) ένα 2. (единственный) μόνος, μοναδικός 3. (в значении какой-то) ένας, κάποιος 4 (тот же самый, одинаковый) о ίδιος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > один

  • 20 определённый

    1. (некоторый) κάποιος, ορισμένος 2. (имеющий определение) καθορισμένος 3. (конкретный) ειδικός 4. (ясный, отчётливый) σαφής, ξεκάθαρος 5. (бесспорный, несомненный) αναμφίβολος 6. мат. · - интеграл το ορισμένο ολοκλήρωμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определённый

См. также в других словарях:

  • κάποιος — α, ο (Μ κάποιος, α, ον και ὁκάποιος, α, ον) (αόρ. αντωνυμία) ένας («κάποιος σέ ζητούσε») νεοελλ. 1. λίγος, μικρός («έχει κάποια αξία») 2. στον πληθ. κάποιοι, ες, α μερικοί, ορισμένοι («κάποιοι έχουν αντίθετη γνώμη») 3. φρ. α) «νομίζει ότι είναι… …   Dictionary of Greek

  • κάποιος — α, ο, αόρ. αντων. 1. ένας, ένας κάποιος: Κάποιος φώναξε. 2. λίγος, ελαφρός: Έχει κάποιο δίκιο. 3. ο πληθ., κάποιοι σημαίνει μερικοί, κάμποσοι: Κάποιοι από σας μου φέρνουν εμπόδια στη δουλειά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …   Dictionary of Greek

  • λήψη — η (AM λῆψις) 1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.) 2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • δανεικός — ή και ιά, ό (Μ δανεικός, ή, όν) [δάνειο] αυτός τον οποίο δανείζει ή δανείζεται κάποιος νεοελλ. 1. εκείνος που ανήκει σε άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δανεικά χρήματα τα οποία έχει δανείσει ή δανειστεί κάποιος 3. επίρρ. δανεικά με δάνειο, με …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»