-
1 когда-то
-
2 некогда
I некогда Ι (нет времени): мне \некогда δεν έχω καιρό II некогда II (когда-то) κάποτε, κάποια φορά, μια φορά κι ένα καιρό* * *I( нет времени)IIмне не́когда — δεν έχω καιρό
( когда-то) κάποτε, κάποια φορά, μια φορά κι ένα καιρό -
3 однажды
однажды 1) μια φορά 2) (когда-то) μια μέρα, κάποια φορά, κάποτε* * *1) μια φορά2) ( когда-то) μια μέρα, κάποια φορά, κάποτε -
4 почему-либо
επίρ.από κάποια αιτία, για κάποια αιτία, για κάποιο λόγο. -
5 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
6 валить
1. (лес) ρίχνωρίπτωυλοτομώ τα δέντρα2. (в кучу) σωρίζω 3. (вину на кого-л.) ρίχνω/ρίπτω την ευθύνη (σε κάποιον/κάποια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валить
-
7 отливать
1. (изготовлять литьём) χύνω (μέταλλο, πλαστικό) 2. (выливать часть жидкости) εκχύνω, αδειάζω (κάποια ποσότητα υγρού) 3. (разными цветами) ιριδίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отливать
-
8 ведомственный
ведомственныйприл ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, διοικητικός:\ведомственный дом οίκημα πού ἀνήκει σέ κάποια ὑπηρεσία· \ведомственныйвенная переписка ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία. -
9 долгий
долг||ийприл1. μακρύς, μακρός:\долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·2. лингв.:\долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση. -
10 кое-куда
кое||-куданареч κάπου, σέ κάποια μέρη. -
11 муха
му́х||аж ἡ μύγα, ἡ μυϊα· ◊ делать из \мухан слона κάνω τή[ν] τρίχα τριχιά, τά παραφουσκώνω· какая \муха его укусила разг κάποια μύγα τόν τσίμπησε· он и \мухаи не обидит δέν πειράζει ὁβτε μυρμήγκι· быть под \мухаой разг, шутл. τά ἔχω κοπανίσει, εἶμαι πιωμένος· \мухаи мрут (от скуки) ὡς κἰοί μῦγες πεθαίνουν ἀπό πλήξη. -
12 наловчиться
наловчитьсясов разг ἀποκτῶ πείρα σέ κάποια δουλειά. -
13 нарываться
нарыватьсянесов разг πέφτω πάν συναντώ:\нарываться на кого-л. συναντώ κάποια ἀναπάντεχα· \нарываться на грубость συναν ἀγενή συμπεριφορά· \нарываться на неприятное· βρίσκω μπελάδες. -
14 осадок
осад||окм1. ἡ ὑποστάθμη, τό καταστάλαγμα/ή τρύξ (от вина)/ хим. τό ίζημα, τό κατακάθι, τό καταπάτι·2. перен δυσάρεστη αίσθηση, ἡ πίκρα:от этого разговора у меня остался неприятный \осадок ἀπό τή συζήτηση αὐτή μοῦ ἐμεινε κάποια πίκρα·3. \осадокки мн. οἱ βροχοπτώσεις:выпадение \осадокков οἱ βροχοπτώσεις·4. геол. ἡ πρόσχωση [-ις]. -
15 отдаваться
отдавать||ся1. (сдаваться) (παρα)δίδομαι:\отдаватьсяся во власть кого́-л. παραδίδομαι στήν ἐξουσία κάποιου·2. (посвящать себя чему-л.) ἀφιερώνομαι, ἀφιεροῦμαι, ἀφοσι-οῦμαι, ἐπιδίδομαι σέ:\отдаватьсяся целиком ка-ко́му-л. делу ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος σέ κάποια δουλειά·3. (о женщине) παραδίδομαι, δίνομαι·4. (отзываться) ἀντηχώ, ἀπηχώ, ἀντιλαλώ. -
16 относить
относитьнесов1. πηγαίνω κάτι/ φέρνω πίσω (назад):\относить что́-л. на место πηγαίνω κάτι στή θέση του·2. (ветром, течением) παρασύρω, παίρνω, τραβώ:ло́дку начало \относить на середину реки τό ρεύμα ἀρχισε νά παρασέρνει τή βάρκα στή μέση τοῦ ποταμοῦ·3. (переносить, отодвигать) μεταθέτω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω·4. (причислять к числу, разряду, приурочивать) κατατάσσω, θεωρώ:я отношу́ его́ к ли́дям энергичным θεωρώ κάποιον δραστήριο ἀνθρωπο· \относить рукопись к XV веку κατατάσσω τό χειρόγραφο στον δέκατο πέμπτο ἀΙώνα· ◊ \относить за счет... (иа счет...) ἀποδίδω σέ... κάποια αίτία· ошибку следует \относить за счет его́ небрежности τό λάθος πρέπει νά τό ἀποδόσουμε στήν ἀμέλεια του, τό λάθος ὁφείλεται στήν ἀμέλεια του. -
17 отчего-либо
отчего-либо, отчего-нибудьнареч διά κάποιον λόγο[ν], γιά κάποια αίτία -
18 отчего-нибудь
отчего-либо, отчего-нибудьнареч διά κάποιον λόγο[ν], γιά κάποια αίτία -
19 поодаль
поодальнареч παρακάτω, παραπέρα, σέ κάποια ἀπόσταση. -
20 почему-либо
почему-либонареч γιά κάποια αίτία, γιά κάποιο λόγο.
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek