-
1 κάπνισμα
[капнизма] ουσ. о. куреньеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κάπνισμα
-
2 копчение
-я ουδ.1. κάπνισμα•копчение ветчины κάπνισμα χοιρομήριου•
копчение стекла κάπνισμα γυαλιού.
2. πλθ. -нья βλ. копчности. -
3 накурить
-урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накуренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.(με οργν.)|.1. καπνίζω, γεμίζω με καπνό τσιγάρων, ανταριάζω με το κάπνισμα•накурить в комнате ανταριάζω το δωμάτιο με το κάπνισμα•
как здесь накурено! πως αντάριασε εδώ από το κάπνισμα!
2. καίω αρωματική ουσία•накурить ладаном λιβανίζω.
3. (με σημ. πολύ) αποστάζω, βγάζω με απόσταξη.καπνίζω πολύ. -
4 копчение
1. (испускание копоти) το κάπνισμα (ψαριών, κρεάτων κ.λπ.) 2. (провяливание в дыму мяса, рыбы и т.п.) η παραγωγή των καπνιστώντο κάπνισμα (ψαριών, κρεάτων κ.πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копчение
-
5 бросать
-
6 воспрещаться
воспрещаться: курить \воспрещатьсяется απαγορεύεται το κάπνισμα* * *кури́ть воспрещается — απαγορεύεται το κάπνισμα
-
7 запрещаться
запрещаться: курить \запрещатьсяется απαγορεύεται το^ κάπνισμα* * *кури́ть запреща́ется — απαγορεύεται τοί κάπνισμα
-
8 курение
-
9 курить
курить καπνίζω· не \курить! μην καπνίζετε· у нас не курят απαγορεύεται το κάπνισμα* * *не кури́ть! — μην καπνίζετε
у нас не ку́рят — απαγορεύεται το κάπνισμα
-
10 закоптить
-пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закопченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. καπνίζω, καλύπτω με καπνιά•закоптить стекло καπνίζω το γυαλί•
закоптить кастрюлю μαυρίζω την κατσαρόλα, ταριχεύω με κάπνισμα.
2. αρχίζω να καπνίζω κλπ. ρ. βλ. коптить.καπνίζομαι, σκεπάζομαι από καπνιά•стены -лись οι τοίχοι μαύρισαν από τον καπνό.
|| ταριχεύομαι με κάπνισμα•рыба хорошо -лась το ψάρι καλά καπνίστηκε.
-
11 искурить
-урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искуренный-рен, -а, -оρ.σ.μ.Εοόεύω στο κάπνισμα• καπνίζω ως το τέλος.ξοδεύομαι στο κάπνισμα• καπνίζω ως το τέλος. -
12 обкурить
-урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обкуренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. βλ. окурить.2. καπνίζω, κιτρινίζω με τον καπνό•обкурить пальцы κιτρινίζω τα δάχτυλα από το τσιγάρο (το κάπνισμα).
3. (για πίπα, τσιμπούκι) μαυρίζω από τό κάπνισμα. -
13 окуривание
-я ουδ.κάπνισμα•окуривание улей κάπνισμα της κυψέλης.
-
14 отвадить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. ξεσυνηθίζω, κάνω κάποιον να ξεσυνηθίσει•отвадить курения κάνω κάποιον να κόψει το κάπνισμα.
|| αποτρέπω να επικοινωνεί, να συναναστρέφεται κ.τ.τ.ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω κόβω•отвадить от курения ξεσυνηθίζω το κάπνισμα.
-
15 перекурить
-урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекуренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ. παρακαπνίζω, παραφουμάρω. || ξεπερνώ στο κάπνισμα. || καπνίζω (όλα, πολλά)•перекурить все сигареты καπνίζω όλα τα τσιγάρα.
|| δοκιμάζω•-много разных сортов папиросов καπνίζω πολλά και διάφορα είδη τσιγάρα.
|| κάνω διαλειμματάκι για κάπνισμα. -
16 прокурить
-курю, -куришь, παθ. μτχ. παρλθ. прокуренный, βρ: -рен, -а, -о ρ.σ.μ.1. καπνίζω•он -ил всю квартиру αυτός κάπνισε όλο το διαμέρισμα.
2. ζοδεύω στο κάπνισμα/-ил я много денег μού φυγαν πολλά λεφτά στο κάπνισμα.3. καπνίζω (για ένα χρον. διάστημα)•прокурить до поздней ночи καπνίζω ως αργά τη νύχτα.
καπνίζομαι, γεμίζω καπνό.υ-ποκαιω, -ομαι, υποθάλπω. -
17 табак
бот. η νικοτιανήразг. о καπνός, τα καπνάнюхательный - η καπνό-σκονη, ο ταμπάκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > табак
-
18 бросать
бросатьнесов1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):\бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:\бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:\бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο. -
19 воспрещаться:
воспреща||ться:курить \воспрещаться:ется ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα· вход \воспрещаться:ется ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος. -
20 докуривать
докуриватьнесов, докурить сов τελειώνω τό κάπνισμα, καπνίζω τό τσιγάρο (ώς τό τέλος).
См. также в других словарях:
κάπνισμα — offering of smoke neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — το 1.η εισπνοή του καπνού των τσιγάρων, φουμάρισμα: Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα. 2. η υποβολή κάποιου πράγματος στην επίδραση του καπνού: Ασχολείται με το κάπνισμα των ψαριών. 3. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καπνίζω: Από το πολύ κάπνισμα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνισμάτων — κάπνισμα offering of smoke neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνίσματα — κάπνισμα offering of smoke neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance … Wikipedia
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο … Dictionary of Greek
καπνιστικός — ή, ό (Α καπνιστικός, ή, όν) [καπνίζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα αρχ. κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek