Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάπνισμα

См. также в других словарях:

  • κάπνισμα — offering of smoke neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …   Dictionary of Greek

  • κάπνισμα — το 1.η εισπνοή του καπνού των τσιγάρων, φουμάρισμα: Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα. 2. η υποβολή κάποιου πράγματος στην επίδραση του καπνού: Ασχολείται με το κάπνισμα των ψαριών. 3. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καπνίζω: Από το πολύ κάπνισμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνισμάτων — κάπνισμα offering of smoke neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνίσματα — κάπνισμα offering of smoke neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …   Wikipedia

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο …   Dictionary of Greek

  • καπνιστικός — ή, ό (Α καπνιστικός, ή, όν) [καπνίζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα αρχ. κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»