κάπνισμα
61πειράζω — πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον με λόγια ή έργα, θυμώνω, ερεθίζω, παρενοχλώ: Δεν πρέπει να πειράζουμε αυτούς που ενοχλούνται. 2. κάνω ή λέω αστεία σε κάποιον: Αυτός πειράζει όλους τους φίλους του. 3. βλάπτω, προσβάλλω,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
62σχέση — η 1. αλληλεξάρτηση: Αποδείχτηκε πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στον καρκίνο και στο κάπνισμα. 2. δεσμός φιλικός ή ερωτικός ή άλλης μορφής, επικοινωνία: Έχει στενές σχέσεις μ αυτή την οικογένεια. – Οι σχέσεις του μ αυτή τη γυναίκα έγιναν γνωστές. – Οι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
63ταριχεύω — ταρίχευσα, ταριχεύτηκα, ταριχευμένος 1. διατηρώ άσηπτα κρέατα, ψάρια κτλ. με αλάτισμα, κάπνισμα. 2. προφυλάγω πτώματα από τη σήψη με ειδικά φάρμακα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
64τσιγάρο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρός κύλινδρος από φύλλα καπνού, που είναι κατάλληλα τυλιγμένα για κάπνισμα, το πούρο. 2. το τσιγαρέτο (βλ. λ.), το τσιγάρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
65φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66φλόμωμα — φλόμωμα, το και φλόμιασμα, το, ατος 1. η νάρκωση, η αναισθητοποίηση. 2. το σκόρπισμα δυσοσμίας, το βρομοκόπημα: Με τέτοιο φλόμωμα δεν μπορείς να σταθείς εδώ ούτε ένα λεπτό. 3. το ζάλισμα από το πολύ κάπνισμα τσιγάρων: Καπνίζουν όλοι εδώ μέσα, πώς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67φουμάρισμα — το, ατος το κάπνισμα τσιγάρου, πούρου, ναργιλέ κτό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
68φουμαδόρος — ο θηλ. α και ισσα (λ. ιταλ.), αυτός που έχει τη συνήθεια να καπνίζει πολύ, που φουμάρει υπερβολικά, ο μανιώδης καπνιστής: Δεν μπορεί να περιορίσει το κάπνισμα· είναι φουμαδόρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)