κάπνισμα
51Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …
52Στρατός της Σωτηρίας — Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1878 από τον πρώην μεθοδιστή Ουίλιαμ Μπουθ (1829 1912), με σκοπό να οδηγήσει την ανθρωπότητα στη χριστιανική αντίληψη της ζωής με την παροχή αποτελεσματικής βοήθειας στους παραστρατημένους και των δύο φύλων, και κυρίως… …
53ακάπνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν καπνίστηκε: Τα λουκάνικα αυτά είναι ακάπνιστα. 2. που δεν καταναλώθηκε με το κάπνισμα: Έχω ακόμη μερικά τσιγάρα ακάπνιστα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54ελαττώνω — ελάττωσα, ελαττώθηκα, ελαττωμένος, μτβ., κάνω κάτι λιγότερο ή μικρότερο, μειώνω, λιγοστεύω, περιορίζω: Πρέπει να ελαττώσεις το κάπνισμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55επιτετραμμένος — η, ο 1. που δεν έχει απαγορευτεί, ο μη απαγορευμένος: Εδώ είναι επιτετραμμένο το κάπνισμα. 2. το αρσ. ως ουσ., επιτετραμμένος διπλωματικός αποσταλμένος σε ξένο κράτος που εκτελεί προσωρινά ή μόνιμα τα καθήκοντα του πρεσβευτή (χωρίς να έχει αυτό… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56επιτρέπω — επίτρεψα και επέτρεψα, επιτράπηκα, επιτετραμμένος, μτβ. 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να πει ή να κάνει κάτι, τον αφήνω ελεύθερο να κάνει κάτι, δεν τον εμποδίζω. 2. το παθ. στο γ εν. πρόσωπο όλων των χρόνων, δίνεται η άδεια για κάτι, είναι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57θεριακλής — ο (λ. τουρκ.), πληθ. ήδες, θηλ. θεριακλίδισσα και θεριακλού μανιώδης σε κάτι (κάπνισμα, πιοτό κτλ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58θεριακλίδικος — η, ο που ταιριάζει σε θεριακλή: Θεριακλίδικο κάπνισμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59καπνιστός, -ή — ό ταριχευμένος με το κάπνισμα: Έχει καπνιστό κέφαλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60καταστρέφω — κατέστρεψα και κατάστρεψα, καταστράφηκα, καταστρεμμένος και κατεστραμμένος 1. φθείρω, εξολοθρεύω, εξοντώνω: Το κάπνισμα καταστρέφει την υγεία. 2. διαφθείρω: Τον κατάστρεψαν οι κακές παρέες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)