κάπνισμα

  • 41ταμβάκωση — η, Ν ιατρ. δηλητηρίαση που οφείλεται στο κάπνισμα ταμπάκου, καπνού υπό διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμβάκος + κατάλ. ωση (< ρ. σε ώνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 42ταμβακισμός — ο, Ν δηλητηρίαση που οφείλεται στο κάπνισμα ταμπάκου, καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμβάκος / ταμπάκος + ισμός*] …

    Dictionary of Greek

  • 43ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… …

    Dictionary of Greek

  • 44ταριχευτής — ο, ΝΑ [ταριχεύω] 1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών 2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα …

    Dictionary of Greek

  • 45φουμάρισμα — το, Ν [φουμάρω] κάπνισμα …

    Dictionary of Greek

  • 46χοιρομέρι — το, και παλ. λόγιος τ. χοιρομήριο(ν) Ν χοιρινό μπούτι διατηρημένο με αλάτι και κάπνισμα, ζαμπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + μηρίον / μερί (< μηρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 47αδιάφορα — Στην ηθική διδασκαλία α. ονομάζονται όσα θεωρούνται πως ούτε επιβάλλονται ούτε απαγορεύονται από τον ηθικό νόμο. Έτσι, οι αρχαίοι κυνικοί και στωικοί α.θεωρούσαν (ουκ εφ’ ημίν) την περιουσία, την υγεία, την τιμή, την ίδια τη ζωή και το θάνατο.… …

    Dictionary of Greek

  • 48βαχαβίτες — Μουσουλμανική κοινότητα που ιδρύθηκε στην Αραβία από τον Μουχάμαντ Ιμπν Αμπντ αλ Βαχάμπ (1703 1791), από τον οποίο προήλθε και η ονομασία της. Οι β. προτιμούν να αυτοαποκαλούνται μουβαχιντούν (ενωτικοί) και θεωρούνται σουνίτες. Η διδασκαλία τους …

    Dictionary of Greek

  • 49Βίνσεν, ουλίτιδα του- — Επώδυνη βακτηριακή λοίμωξη και εξέλκωση των ούλων, που συνήθως συνδέεται με κακή υγιεινή του στόματος. Συνδέεται με κακοσμία και προέρχεται πολλές φορές από συνήθειες, όπως το κάπνισμα, η κακή διατροφή και η ελλιπής υγιεινή. Είναι επίσης γνωστή… …

    Dictionary of Greek

  • 50ελεύθερες ρίζες οξυγόνου — Ενεργές πηγές οξυγόνου –παράγονται στο σώμα από τη συνηθισμένη δραστηριότητα των κυττάρων και από εξωτερικούς παράγοντες όπως η ακτινοβολία, η ρύπανση και το κάπνισμα– που βλάπτουν τα κύτταρα. Πιστεύεται ότι διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στον… …

    Dictionary of Greek