κάπνισμα

  • 31μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην …

    Dictionary of Greek

  • 32νικοτινίαση — η ιατρ. το σύνολο τών συμπτωμάτων που προκαλούνται από το χρόνιο κάπνισμα και οφείλονται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην περιεχόμενη νικοτίνη στον καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικοτίνη + ίαση*] …

    Dictionary of Greek

  • 33ολοθουρία — (holothurius). θαλάσσιο εχινόδερμα της τάξης των ασπιδοχειρωτών της ομοταξίας των ολοθουροειδών. Με το κυλινδρικό σχήμα του σώματος και το ατρακτοειδές σχήμα των άκρων τους, πολλά είδη ο. ονομάζονται συνήθως αγγούρια της θάλασσας. Εξωτερικά, η ο …

    Dictionary of Greek

  • 34πίπα — I (pipa). Γένος βατράχων της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των Πιπιδών. Το είδοςβάτραχος του Σουρινάμφτάνει σε μήκος τα 20 εκ. Το σώμα του είναι κοντό, πλατύ, με μικρό πλατύ τριγωνικό κεφάλι. Στην εποχή της αναπαραγωγής, το δέρμα… …

    Dictionary of Greek

  • 35προειδοποιώ — έω, Ν ειδοποιώ, πληροφορώ κάποιον για κάτι εκ τών προτέρων, προαγγέλλω («το υπουργείο υγείας προειδοποιεί ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλαο Παπαδόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 36σιγαροκόπος — ο, Ν μικρό κοπτικό εργαλείο σε σχήμα λαβίδας που χρησιμεύει για την κοπή τού άκρου τού πούρου για να διευκολυνθεί έτσι το κάπνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγάρο «πούρο» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 37σμόκιν — το, Ν άκλ. επίσημο ανδρικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. smoking < ρ. smoke «καπνίζω». Το ένδυμα αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι αρχικά δήλωνε το σακάκι που φορούσαν για το κάπνισμα μετά το δείπνο] …

    Dictionary of Greek

  • 38στηθάγχη — (Ιατρ.) Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ξαφνικό και έντονο πόνο στο θώρακα, πίσω από το στέρνο ή στην περιοχή του αριστερού μαστού, που επεκτείνεται συνήθως στον ώμο και στο αριστερό άνω άκρο, μικρής διάρκειας (λίγα δευτερόλεπτα), συνοδευόμενο… …

    Dictionary of Greek

  • 39σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …

    Dictionary of Greek

  • 40τάριχος — (I) ο, ΜΑ, και τάριχος, ίχους και ίχεος και τάριχον, τὸ, Α 1. σώμα νεκρού διατηρημένο με ταρίχευση, μούμια 2. κρέας, ψάρι ή άλλο εδώδιμο τού οποίου η σήψη αποτρέπεται με αλάτισμα, κάπνισμα ή ξήρανση στον αέρα (αρχ) μτφ. (για πρόσ.) ανόητος,… …

    Dictionary of Greek