κάπνισμα

  • 21επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 22θειάφισμα — το [θειαφίζω] 1. το πασπάλισμα τών υπέργειων τμημάτων τών καλλιεργούμενων φυτών με θείο (θειάφι) ή με μίγμα σκόνης θείου και θειικού χαλκού για την πρόληψη ή την καταπολέμηση ορισμένων μυκητολογικών ασθενειών 2. απολύμανση με καπνό θειαφιού,… …

    Dictionary of Greek

  • 23θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για …

    Dictionary of Greek

  • 24καπνιστήρι — το [καπνίζω] συσκευή με την οποία γίνεται το κάπνισμα («καπνιστήρι μελισσοκόμων») …

    Dictionary of Greek

  • 25καπνιστήριο — το (AM καπνιστήριον) [καπνίζω] νεοελλ. χώρος προορισμένος για κάπνισμα μσν. το θυμιατήρι αρχ. πιθ. ατμόλουτρο …

    Dictionary of Greek

  • 26καπνιστός — ή, ό (AM καπνιστός, ή, όν) [καπνίζω] (για κρέατα, ψάρια κ.ά. τρόφιμα) ο συντηρημένος με την επίδραση τού καπνού («καπνιστὰ ἑφθὰ κρέα», Αθήν.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνιστά συντηρημένα κρέατα ή ψάρια με ειδική κατεργασία καπνίσματος… …

    Dictionary of Greek

  • 27καπυρός — καπυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμα («ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.) 2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμί («ἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος… …

    Dictionary of Greek

  • 28καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 29κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …

    Dictionary of Greek

  • 30μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …

    Dictionary of Greek