κάνϑαρος
1Κάνθαρος — dung beetle masc nom sg …
2κάνθαρος — dung beetle masc nom sg …
3κάνθαρος — Τύπος αγγείου πόσης κατά την αρχαιότητα. Το κυρίως σώμα του κ. στηριζόταν σε ένα ψηλό πόδι, φέροντας από τη μία και την άλλη πλευρά δύο μεγάλες καμπυλωτές λαβές. Κατασκευαζόταν από άργιλο ή ορείχαλκο και ήταν πολύ διαδεδομένο στη Βοιωτία, στην… …
4κάνθαρος — ο τάξη εντόμων, σκαθάρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Κανθάρω — Κάνθαρος dung beetle masc nom/voc/acc dual Κάνθαρος dung beetle masc gen sg (doric aeolic) …
6κανθάρω — κάνθαρος dung beetle masc nom/voc/acc dual κάνθαρος dung beetle masc gen sg (doric aeolic) …
7Κανθάροις — Κάνθαρος dung beetle masc dat pl …
8κανθάροις — κάνθαρος dung beetle masc dat pl …
9Κανθάρου — Κάνθαρος dung beetle masc gen sg …
10κανθάρου — κάνθαρος dung beetle masc gen sg …