κάνω εντριβές

  • 1αποτρίβω — (Α ἀποτρίβω) 1. καταστρέφω, αφανίζω με την τριβή 2. καθαρίζω τρίβοντας νεοελλ. 1. τελειώνω το τρίψιμο 2. κάνω εντριβές 3. (για φυτά) ρίχνω τα άνθη αρχ. Ι. εξαλείφω, εξαφανίζω II. ( ομαι) 1. απαλλάσσομαι, ξεφορτώνομαι 2. αποκρούω, δεν δέχομαι …

    Dictionary of Greek

  • 2προσανατρίβω — Α 1. τρίβω κάτι με κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο 2. τρίβω κάτι επί πλέον 3. κάνω επιπρόσθετες εντριβές 4. μέσ. προσανατρίβομαι α) εξασκούμαι επί πλέον σε κάτι β) μτφ. οξύνω τη σκέψη μου συζητώντας με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατρίβω… …

    Dictionary of Greek