κάνω ένα

  • 1κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 2μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …

    Dictionary of Greek

  • 3χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 4σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …

    Dictionary of Greek

  • 5μαραίνω — μάρανα, μαράθηκα, μαραμένος 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη δροσιά του, ξεραίνω: Ο λίβας μάρανε τα σιτηρά. 2. μτφ., κάνω κάτι να χάσει τη φρεσκάδα του, τη ζωντάνια του, μαραζιάζω: Η όμορφη κοπέλα μαράθηκε ύστερα από μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 6μηδενίζω — μηδένισα, μηδενίστηκα, μηδενισμένος 1. κάνω κάποιον να μην υπάρχει, εκμηδενίζω, αφανίζω: Η ομορφιά της μηδένισε όλες τις άλλες κοπέλες. 2. κάνω ένα ποσό ίσο με το μηδέν: Μηδένισα το χρονόμετρο. 3. βαθμολογώ με μηδέν: Ο καθηγητής μηδένισε την… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 7συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… …

    Dictionary of Greek

  • 8ενσωματώνω — ενσωμάτωσα, ενσωματώθηκα, ενσωματωμένος, μτβ., ενώνω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα κάνω ένα σώμα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9θεματοποιώ — θεματοποιῶ, έω (Α) σχηματίζω θέμα ή ρίζα, κάνω ένα θέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζωο ποιώ (< ζωοποιός), θαυματο ποιώ (< θαυματοποιός)] …

    Dictionary of Greek

  • 10χοντροδουλεύω — Ν 1. κάνω ένα σκληρό επάγγελμα 2. φτειάχνω κάτι βιαστικά και κακότεχνα 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χοντροδουλεμένος, η, ο ακαλαίσθητος, κατεργασμένος με άκομψο και άτεχνο τρόπο …

    Dictionary of Greek