κάνναβος
1κανναβός — ή, ό αυτός που έχει χρώμα κανναβιού, καστανόφαιος: Έχει χρώμα κανναβό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κάνναβος χάρτη — Το πλέγμα των παραλλήλων και των μεσημβρινών που καλύπτουν έναν χάρτη, διευκολύνοντας τον εντοπισμό σημείων στην επιφάνειά του. Η πυκνότητα του κ. εξαρτάται από τον χαρτογράφο και τον σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκε ο χάρτης, ενώ η μορφή του… …
3Κανναβός, Αναγνώστης — Αγωνιστής του 1821 από το Βενέτικο της Ναυπακτίας. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Διακρίθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου, όπου έσωσε πολλά γυναικόπαιδα. Μετά την απελευθέρωση κατετάγη στους αξιωματικούς της… …
4καννάβου — κάνναβος wooden framework fem gen sg …
5καννάβων — κάνναβος wooden framework fem gen pl …
6καννάβῳ — κάνναβος wooden framework fem dat sg …
7κάνναβον — κάνναβος wooden framework fem acc sg …
8κάναβος — ο (Α κάναβος και κάνναβος) νεοελλ. (τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους… …
9καναβός — και κανναβός, ή, ό [κάν(ν)αβις) αυτός που έχει το χρώμα τής κάν(ν)αβης, ανοιχτός καστανόφαιος …
10ԿԱՆԱՓ — (ի, ից.) NBH 1 1048 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 12c գ. ԿԱՆԱՓ որ եւ ԿԱՆԵՓ. Նոյն անուն է եւ յայլ լեզուս. κάνναβις, κάνναβος cannabis, ba, bum; stuppa. Բոյս կամ եղէգն խոշոր կտաւոյ. հաստ կտաւ. խծուծ. ... *Մուրացի ոմն զկանափ մետաքս… …