-
1 люк
το άνοιγμα, η θυρίδαвыпускной горн. - της εξαγωγήςвыходной мор. - της εξόδουгрузовой - (мор.ав.) το στόμιο του κύτουςмашинный мор. - του μηχανοστασίουкартерный мор. - της ελαιολε-κάνηςсветовой - мор. το σπιράγιο (ξεν.), η αναφωτίςсходный мор. - της καθόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > люк
-
2 калибр
-а α.1. διαμέτρημα (κάνης όπλου)2. (τεχ.) ακριβές μέγεθος.3. μτφ. μεγάλης ολκής.4. (τεχ.) μετρητής ελέγχου (οργάνου). -
3 нарезка
-и θ.1. κοπή, κόψιμο•нарезка хлеба το κόψιμο.ψωμιού.
2. (για έδαφος) χώρισμα, μοίρασμα.3. εγκοπή ελικοειδής. || αυλάκωση (κάνης όπλου). -
4 отверстие
-я ουδ.τρύπα, οπή, άνοιγμα•-ружейного дула η οπή (στόμιο) της κάνης του όπλου•
проломать в стене отверстие ανοίγω τρύπα στον τοίχο•
заднепроходное отверстие (ανατ.) ο πρωκτός•
заделать (заделывать) отверстие βουλώνω την τρύπα.
-
5 протирка
-и θ.1. τριβή, τρίψιμο•протирка ст-кол τρίψιμο (καθάρισμα) των παραθυριών.
2. καθαρτήρας, καθαριστήρας (της κάνης όπλου). -
6 разгар
-а α.αποκορύφωμα, φούρια, ζενί θ. το φόρτε•жатва в -е ο θέρος είναι στη φούρια•
в самом -е ή в самый разгар στο αποκορύφωμα, στο ζενίθ.
|| φθορά από την καύση (εσωτερικού κάνης όπλου, σωλήνα). -
7 раковина
-ы θ.1. όστρακο, κογχύλιο (επιστ.), στρείδι (λκ.)• раковина улитки όστρακο του κοχλία•жемчужная раковина μαργαριτοφόρο όστρεο.
2. (ονομασία αντικειμένων σχήματος οστρέου)• κοιλότητα• λεκάνη. || ράβδωση (κάνης όπλου). -
8 расстрелять
ρ.σ.μ.1. τουφεκίζω, εκτελώ (θανατώνω) με τουφεκισμό.2. πυροβολώ, προξενώ ζημιά με πυροβολισμό.3. καταναλώνω,ξοδεύω πυροβολώντας•расстрелять все патроны ξοδεύω όλα τα φυσίγγια.
4. φθείρω το εσωτερικό της κάνης όπλου (από τη συχνή βολή). -
9 рыльце
-а, γεν. πλθ. -лец ουδ.1. ρυγ-χίο.2. βοτ. ρυγχίο (του ύπερου).3. (διαλκ.) στόμιο (αγγείων).4. στόμιο κάνης όπλου. -
10 ствольный
επ.της κάνης (όπλου). -
11 эжектор
-а α.1. (τεχ.) εκβολέας•паровой эжектор εκβολέας με εκτόξευση ατμού.
2. ο φυσιγγιουλκός όπλου.3. φυσητήρας (συσκευή εκκαθάρισης της κάνης όπλου).
См. также в других словарях:
κάνης — κάνης, ητος, ὁ (Α) 1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι 2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τούς λείπουν τα αναγκαία 3.… … Dictionary of Greek
κάνης — a mat of reeds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανῆς — καίνω kill fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνησι — κάνης a mat of reeds masc dat pl καίνω kill aor subj mp 2nd sg (epic) καίνω kill aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητα — κάνης a mat of reeds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητας — κάνης a mat of reeds masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητος — κάνης a mat of reeds masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν … Dictionary of Greek
πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek