κάνε μου τη

  • 1καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 2χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …

    Dictionary of Greek

  • 3λειανός — ή, ό 1. λεπτός, λιγνός, ισχνός («λειανά δάχτυλα») 2. το ουδ. ως ουσ. τα λειανά κέρματα, ψιλά 3. φρ. «κάνε μού τα λειανά» ή «δεν μού τά κάνεις λειανά;» εξήγησέ μου λεπτομερώς, δώσε μου περισσότερες εξηγήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείος + κατάλ. ανός,… …

    Dictionary of Greek

  • 4θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… …

    Dictionary of Greek

  • 5ευκολία — η 1. η ιδιότητα του εύκολου, η ευχέρεια. 2. μτφ., εξυπηρέτηση, δανεισμός: Κάνε μου μια μικρή ευκολία. 3. στον πληθ., ευκολίες ανέσεις, μέσα για την εξυπηρέτησή μου: Το σπίτι μας δεν έχει ευκολίες …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 6στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… …

    Dictionary of Greek

  • 7φιλεύω — φίλεψα, φιλεύτηκα, φιλεμένος, μτβ. 1. προσφέρω φιλόφρονα (γεύμα, ποτό, φαγώσιμο κτλ.), κερνώ, τρατάρω: Κόπιασε μέσα να σε φιλέψω κάτι. 2. δίνω μικρό φιλοδώρημα, φιλοδωρώ: Κάνε μου αυτό το θέλημα κι εγώ θα σε φιλέψω κάτι. 3. δίνω ως γαμπρός ή… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 8χατίρι — το (λ. τουρκ.) 1. χάρη, ρουσφέτι: Κάνε μου το χατίρι. 2. φρ., «για χατίρι σου», για χάρη σου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 10Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …

    Wikipedia Español