κάνε μου τη

  • 31κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …

    Dictionary of Greek

  • 32κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …

    Dictionary of Greek

  • 33λασπώνω — (Μ λασπώνω) [λάσπη] 1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου») 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω νεοελλ. 1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση 2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)… …

    Dictionary of Greek

  • 34πίκα — (I) η, Ν 1. το πείσμα, ο θυμός (α. «μού μίλησε με πίκα» β. «τό κάνε από πίκα») 2. πείραγμα 3. φρ. «ντάμα πίκα» α) η ντάμα μπαστούνι β) ως κύριο όν. τίτλος ὁπερας τού Τσαϊκόφσκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccα «αιχμή»]. (II) η, Ν ζωολ. 1. η καρακάξα 2 …

    Dictionary of Greek

  • 35περιβόλι — I Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12τ. χλμ., κάτ.). 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 490 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού του …

    Dictionary of Greek

  • 36πικρομάρουλο — το, Ν·.1. το φυτό κιχώριο, η πικραλίδα 2. παροιμ. «πολλά φαες, καρδούλα μου, φάε και πικρομάρουλα» παρηγορήσου, κάνε υπομονή, έχεις περάσει και καλές μέρες στο παρελθόν …

    Dictionary of Greek

  • 37ανανταπόδοτος — η, ο 1. αυτός που δεν ανταποδόθηκε ή που δεν μπορεί να ανταποδοθεί: Η προσβολή που μου έκαμε δε θα μείνει ανανταπόδοτη. 2. «ανανταπόδοτο σχήμα», το σχήμα λόγου στο οποίο σε δύο αλλεπάλληλες υποθετικές προτάσεις παραλείπεται η απόδοση της πρώτης,… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 38λέ(γ)ω — είπα, ειπώθηκα, ειπωμένος 1. μιλώ, διηγούμαι: Η γιαγιά μάς είπε ένα παραμύθι. 2. μτφ., αναφέρω: Δε μου είπες ότι θα έρθεις. 3. εκφράζω, ομολογώ: Είπα την αλήθεια. 4. απαγγέλλω, ψάλλω: Είπε ένα ποίημα. 5. παραγγέλλω, διατάζω: Κάνε ό,τι σου λέω. 6 …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 39χάρη — η 1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία. 2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες. 3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)