κάνει καλό

  • 1κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 2μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …

    Dictionary of Greek

  • 3Fix (Brauerei) — Die Brauerei Fix (griechisch Φιξ) wurde 1864 von Johann Karl Fuchs, dessen Vater rund 30 Jahre zuvor mit dem Bierbrauen in Griechenland begonnen hatte, in Athen gegründet und war die erste Großbrauerei Griechenlands. Als Hoflieferant des… …

    Deutsch Wikipedia

  • 4καλοτάξιδος — η, ο 1. (για πλοίο) α) αυτό που πλέει με ευστάθεια, που κάνει καλό ταξίδι, που αντέχει στην τρικυμία β) αυτό που ταξιδεύει με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, που επιχειρεί επικερδές ταξίδι 2. (για ανθρώπους) αυτός που ταξιδεύει …

    Dictionary of Greek

  • 5μεθύσι — και μεθήσι, το 1. το αποτέλεσμα τού μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία 2. (κατ επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη 3. μτφ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 6ανισόδεντρο — Επιστημονική ονομασία δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των μαγνολιιδών με περίπου 20 είδη, ιθαγενή της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Ινδίας και των Φιλιππίνων. Φυτρώνουν επίσης και σε μερικές περιοχές των ΗΠΑ. Είναι μικρά δέντρα ή αειθαλείς θάμνοι …

    Dictionary of Greek

  • 7ανισόμελας — (anisomelas). Επιστημονική ονομασία γένους φυτών της οικογένειας των χειλανθών, ιθαγενών της τροπικής Ασίας, των νησιών του Ινδικού αρχιπελάγους και της βόρειας Αυστραλίας. To πιο χαρακτηριστικό είδος είναι ο α. o θαμνώδης που φυτρώνει στην Ινδία …

    Dictionary of Greek

  • 8αμπαλάρισμα — το (λ. γαλλ.), ατος, συσκευασία σε δέμα: Δεν είχαν κάνει καλό αμπαλάρισμα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9καλοτάξιδος — η, ο αυτός που κάνει καλό ταξίδι, αυτός που δεν κλυδωνίζεται εύκολα: Έχει πολλά καλοτάξιδα καράβια …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 10λαπάς — ο (λ. τουρκ.) 1. ρύζι το οποίο έγινε σαν χυλός από το πολύ βράσιμο: Ο λαπάς κάνει καλό στο στομαχόπονο. 2. μτφ., άνθρωπος νωθρός, νωχελικός: Παντρεύτηκε έναν άντρα λαπά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)