κάμπτω
1κάμπτω — kam̃p as pres subj act 1st sg κάμπτω kam̃p as pres ind act 1st sg …
2κάμπτω — κάμπτω, έκαμψα βλ. πίν. 11 …
3κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …
4κάμπτω — έκαμψα, κάμφθηκα 1. λυγίζω κάτι: Πιτυοκάμπτης λεγόταν αυτός που έκαμπτε τις κουκουναριές. 2. κάνω στροφή: Το αεροπλάνο έκαμψε ανατολικά. 3. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Με έκαμψαν τα βάσανα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5καμπτῷ — καμπτός flexible masc/neut dat sg …
6κάμπτον — κάμπτω kam̃p as pres part act masc voc sg κάμπτω kam̃p as pres part act neut nom/voc/acc sg κάμπτω kam̃p as imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κάμπτω kam̃p as imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
7κάμπτεσθε — κάμπτω kam̃p as pres imperat mp 2nd pl κάμπτω kam̃p as pres ind mp 2nd pl κάμπτω kam̃p as imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
8κάμπτετε — κάμπτω kam̃p as pres imperat act 2nd pl κάμπτω kam̃p as pres ind act 2nd pl κάμπτω kam̃p as imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
9κάμπτῃ — κάμπτω kam̃p as pres subj mp 2nd sg κάμπτω kam̃p as pres ind mp 2nd sg κάμπτω kam̃p as pres subj act 3rd sg …
10κάμψαι — κάμπτω kam̃p as aor imperat mid 2nd sg κάμπτω kam̃p as aor inf act κάμψαῑ , κάμπτω kam̃p as aor opt act 3rd sg κάμψη ebulus fem nom/voc pl κάμψᾱͅ , κάμψη ebulus fem dat sg (doric aeolic) …