Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάμερα

См. также в других словарях:

  • κάμερα — (I) ἡ βλ. κάμαρα. (II) ἡ κινηματογραφική ή τηλεοπτική μηχανή λήψεως εικόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. (movie) camera < λατ. camera «αψίδα, θόλος»] …   Dictionary of Greek

  • κάμερα — η (λ. ιταλ.) 1. η κάμαρα, το δωμάτιο. 2. συσκευή λήψης κινούμενων εικόνων για την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάμμα, κάμερα — Συσκευή με την οποία απεικονίζεται η κατανομή των ραδιενεργών ενώσεων στο ανθρώπινο σώμα κατά τη διάγνωση όπου χρησιμοποιούνται ραδιοϊσότοπα. Αποτελείται από έναν μεγάλο λεπτό κρύσταλλο σπινθηρισμού και μια συστοιχία φωτοπολλαπλασιαστών που είναι …   Dictionary of Greek

  • κάμαρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • κάμεραμαν — ο ο χειριστής κάμερας, χειριστής κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής μηχανής λήψεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cameraman < camera «κάμερα (II)» + man «άνθρωπος»] …   Dictionary of Greek

  • καμεροπούλα — η μικρό δωμάτιο, καμαρούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμερα + υποκορ. κατάλ. πούλα (πρβλ. ψαρο πούλα)] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • παραχρυσωμένος — και παραχρουσωμένος, η, ο επίχρυσος, χρυσωτός, χρυσωμένος («στην κάμερα την πλια όμορφη, την παραχρυσωμένη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + χρυσώνω] …   Dictionary of Greek

  • Βαν Ντρούτεν, Τζον Γουίλιαμ — (John William Van Druten, Λονδίνο 1901 – Τερμάλ, Καλιφόρνια, ΗΠΑ 1957). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, που πολιτογραφήθηκε Βορειοαμερικανός. Από την παραγωγή του κατά την περίοδο που ζούσε στην Αγγλία πρέπει να αναφερθεί η πρώτη του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»