κάλυξις
1κάλυξις — κάλυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο 2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
2καλύξεις — κάλυξις fem nom/voc pl (attic epic) κάλυξις fem nom/acc pl (attic) …
3κάλυξι — κάλυξ covering fem dat pl (epic) κάλυξις fem voc sg …
4κάλυξιν — κάλυξ covering fem dat pl (epic) κάλυξις fem acc sg …