κάλπῐς
1κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
2κάλπις — pitcher fem nom sg …
3καλπίδων — κάλπις pitcher fem gen pl …
4κάλπιδα — κάλπις pitcher fem acc sg …
5κάλπιδας — κάλπις pitcher fem acc pl …
6κάλπιδες — κάλπις pitcher fem nom/voc pl …
7κάλπιδι — κάλπις pitcher fem dat sg …
8κάλπιδος — κάλπις pitcher fem gen sg …
9κάλπιν — κάλπις pitcher fem acc sg …
10κάλπισι — κάλπις pitcher fem dat pl …
Страницы
- 1
- 2