κάλπᾰσος
1κάλπασος — κάλπασος, ἡ (Α) πάπ. βλ. κάρπασος …
2καλπάσου — κάλπασος fem gen sg …
3κάρπασος — και κάλπασος, ή, ετερκλ. πληθ. κάρπασα, τὰ (Α) 1. είδος λεπτού λιναριού 2. βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι σίγουρα δάνειο, πιθ. από αρχ. ινδ. karpasah «βαμβάκι». Κατ άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε μεσογειακή ή μικρασιατική γλώσσα. Οι… …
4οποκάλπασον — ὀποκάλπασον, τὸ (Α) το βαλσαμόδεντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κάλπασος, άλλος τ. τής λ. κάρπασος, η «είδος λεπτού λιναριού, βαμβάκι»] …