κάλπικο
1κάλπικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. κίβδηλος: Το νόμισμά σου είναι κάλπικο. 2. δολερός, κατεργάρικος: Είναι κάλπικος χαρακτήρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
1κάλπικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. κίβδηλος: Το νόμισμά σου είναι κάλπικο. 2. δολερός, κατεργάρικος: Είναι κάλπικος χαρακτήρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)