κάλλιστος
1Κάλλιστος — masc nom sg …
2κάλλιστος — I (9ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στο Αμόριο της Φρυγίας, όπου αιχμαλωτίστηκε το 838 επί Θεοφίλου, μαζί με τους στρατηγούς Θεόδωρο, Κωνσταντίνο, Θεόφιλο και Βασσώη και άλλους 37 ανώτατους αξιωματικούς. Όλοι τους… …
3κάλλιστος — καλός beautiful masc nom sg …
4Κάλλιστος, Ανδρόνικος — (Κωνσταντινούπολη 1420; – Αγγλία 1476).Λόγιος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσε στην Ιταλία. Δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στα σπουδαιότερα ιταλικά πανεπιστήμια της εποχής (Μπολόνια, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο), όπου μεταξύ των… …
5Κάλλιστος, Γεώργιος — (Georgius Calixtus, 1586 – 1656). Γερμανός λουθηρανός θεόλογος. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Όταν επέστρεψε στη Γερμανία διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χέλμστατ …
6Κάλλιστος, Νικηφόρος — Βλ. λ. Ξανθόπουλος, Νικηφόρος …
7Κάλλιστος, Φυντίκης — (; – 1858). Επίσκοπος Κυδωνίας της Κρήτης. Διακρίθηκε για τη δράση του στην Επανάσταση του 1821. Συνεργάστηκε με τους πρωτεργάτες του Αγώνα στην Κρήτη. Ο διοικητής Βελή Εντίν, στις 11 Μαΐου 1858, κάλεσε τον Κ. στο διοικητήριο των Χανίων και τον… …
8Καλλίστω — Κάλλιστος masc nom/voc/acc dual Κάλλιστος masc gen sg (doric aeolic) …
9Καλλίστοιν — Κάλλιστος masc gen/dat dual …
10Καλλίστοις — Κάλλιστος masc dat pl …