κάλλιστος
51άλγιστος — ἄλγιστος, η, ον (Α) υπερθετικός βαθμός τού αλγεινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος ανώμαλος σχηματισμός υπερθετικού βαθμού τού επιθ. ἀλγεινὸς κατά τα: κάλλιστος (< κάλλος) και αἴσχιστος (< αἴσχος) πρβλ. και ἀλγίων] …
52αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …
53αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …
54κάλλιστα — (AM κάλλιστα) επίρρ. βλ. κάλλιστος …
55καλλίστατος — καλλίστατος, άτη, ον (Μ) επιτατ. τ. τού κάλλιστος* …
56καλλίστως — (AM) επίρρ. βλ. κάλλιστος …
57καλλίων — καλλίων, κάλλιον (AM) ωραιότερος, καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συγκριτικός βαθμός καλλίων και ο υπερθετικός κάλλιστος τού επιθ. καλός εμφανίζουν θ. καλλ με διπλό λ , που είτε οφείλεται στον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (προσπάθεια τών ομιλητών… …
58καλλιστείο — το (AM καλλιστεῑον) [κάλλιστος] νεοελλ. στον πληθ. τα καλλιστεία διαγωνισμός ομορφιάς αρχ. 1. βραβείο ομορφιάς 2. στον πληθ. τὰ καλλιστεῑα βραβείο αρετής και ανδρείας …
59καλλιστεύω — (AM) [κάλλιστος] μσν. (αρχ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καλλιστεύων ο αξιωματούχος, ο προεστός, ο προύχοντας αρχ. 1. είμαι ο καλύτερος ή ο ωραιότερος, υπερέχω ως προς την ομορφιά ή την ανδρεία («καλλιστεύει πασέων τῶν ἐν Σπάρτη γυναικῶν», Ηρόδ.) 2.… …
60καλλιστόκροτος — καλλιστόκροτος, ον (Μ) αυτός που ηχεί κάλλιστα, αυτός που βγάζει ευχάριστο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιστος + κρότος (< κρότος), πρβλ. λιγύ κροτος, υψί κροτος] …