κάθ-ημαι

  • 1μέθημαι — (Α) (με δοτ.) κάθομαι μαζί με άλλους («μνηστῆρσι μεθήμενος», Ομ. Οδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἧμαι (πρβλ. κάθ ημαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 2κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 3πάρημαι — Α 1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον 2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου 3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον 4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού παρέζομαι «κάθομαι… …

    Dictionary of Greek