κάθομαι με σταυρωμένα τα

  • 1σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 2διπλοκαθίζω — 1. κάθομαι με διπλωμένα, σταυρωμένα τα πόδια 2. κάθομαι άνετα, αναπαυτικά, πολλή ώρα, καλοκαθίζω (ιδίως για απρόσκλητους, ανεπιθύμητους επισκέπτες) …

    Dictionary of Greek