Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κάθε

  • 1 еже...

    κάθε...

    Большой русско-греческий словарь > еже...

  • 2 ежегодно

    κάθε χρόνο, ετησίως, επί ετήσιας βάσης

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ежегодно

  • 3 всякий

    всякий καθένας, κάθε \всякий раз κάθε φορά во \всякийое время όποτε θέλετε, οποτεδήποτε ◇ во \всякийом случае πάντως, όπως και να'ναι на \всякий случай για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο
    * * *
    καθένας, κάθε

    вся́кий раз — κάθε φορά

    во вся́кое вре́мя — όποτε θέλετε, οποτεδήποτε

    ••

    во вся́ком слу́чае — πάντως, όπως και να'ναι

    на вся́кий слу́чай — για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο

    Русско-греческий словарь > всякий

  • 4 каждый

    каждый 1. κάθε* καθένας \каждый день κάθε μέρα 2. м о κα θένας
    * * *
    1.
    κάθε; καθένας

    ка́ждый день — κάθε μέρα

    2. м
    ο καθένας

    Русско-греческий словарь > каждый

  • 5 всякий

    всяк||ий
    мест.
    1. (каждый, любой) καθένας, ὁποιοσδήποτε, πᾶς Εκαστος:
    во \всякийое время σ'όποιαδήποτε ὠρα· \всякий раз, как... κάθε φορά πού..., ὁσάκις...· \всякийими путями παντοιοτρόπως, μ'ὅλα τά μέσα· на \всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο, γιά καλό καί γιά κακό· во\всякийом случае ἐν πάση περιπτώσει·
    2. (разный) κάθε είδους, διάφορος, λογής-λογής:
    \всякийого рода κάθε λογῆς· ◊ без \всякийой жалости χωρίς κανένα οίκτο.

    Русско-новогреческий словарь > всякий

  • 6 каждый

    кажд||ый
    1. мест. κάθε, ἔκαστος:
    \каждый день κάθε μέρα· \каждыйые пять дней κάθε πέντε μέρες· на \каждыйом шагу́ σέ κάθε βήμα·
    2. м ὁ καθένας, ὁ καθείς:
    \каждый его знает ὁ καθένας τόν ξέρει, ὀλοι τόν ξέρουν.

    Русско-новогреческий словарь > каждый

  • 7 всякий

    αντων. επιμεριστική.
    1. καθένας, καθείς, κάθε, οιοσδήποτε. || ουσ. ο καθένας.
    2. οιονδήποτε πράγμα, οτιδήποτε, ότι κι άν.
    3. (με την πρόθ. без) κανένας, καμιά, κανένα•

    без -ой жалости χωρίς κανένα οίκτο, ανελέητα•

    без -го сомнения χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα.

    εκφρ.
    - ая всячинаβλ. всячина•
    во -ом случае – εν πάση περιπτώσει• κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, περιστάσεις, ό,τι και να συμβεί, οπωσδήποτε•
    на всякий случай – για κάθε ενδεχόμενο, για καλό και για κακό•
    - го рода – κάθε λογής, λογής-λογής, κάθε είδους, παντοειδής.

    Большой русско-греческий словарь > всякий

  • 8 каждый

    αντων. αόρ. κάθε•

    каждый день κάθε μέρα•

    каждый человек κάθε άνθρωπος•

    в -ой стране σε κάθε χώρα.

    || με σημ. ουσ. ο καθένας•

    каждый из нас καθένας από μας•

    пусть каждый заботится о себе ας φροντίζει ο καθένας για τον εαυτό του.

    Большой русско-греческий словарь > каждый

  • 9 всячески

    всяческ||и
    нареч μέ κάθε τρόπο, μ' ὅλα τά δυνατά μέσα, παντοιοτρόπως, ποικιλοτρόπως:
    \всячески стараться καταβάλλω κάθε προσπάθεια, προσπαθώ μέ κάθε τρόπο.

    Русско-новогреческий словарь > всячески

  • 10 отчаяться

    -аюсь, -аешься
    ρ.σ.
    1. απελπίζομαι, χάνω κάθε ελπίδα•

    отчаяться увидеться с родными χάνω κάθε ελπίδα να ιδωθώ με τους συγγενείς•

    отчаяться в спасении χάνω κάθε ελπίδα σωτηρίας.

    2. αποτολμώ, αποκοτώ, ριψοκινδυνεύω.

    Большой русско-греческий словарь > отчаяться

  • 11 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 12 более

    более 1) (больше) περισσότερο, πλέον, πιο· \более чем когда-л. περισσότερο από κάθε φορά· \более или менее λίγο πολύ· всё \более и \более όλο και πιο πολύ 2), (сравн. ст. от много) πιο· \более спокойный πιο ήρεμος ◇ \более того επιπλέον, εξάλλου; тем \более άλλωστε
    * * *
    1) ( больше) περισσότερο, πλέον, πιο

    бо́лее чем когда́-л. — περισσότερο από κάθε φορά

    бо́лее и́ли ме́нее — λίγο πολύ

    всё бо́лее и бо́лее — όλο και πιο πολύ

    2) (сравн. ст. от много) πιο

    бо́лее споко́йный — πιο ήρεμος

    ••

    бо́лее того́ — επιπλέον, εξάλλου

    тем бо́лее — άλλωστε

    Русско-греческий словарь > более

  • 13 всевозможный

    всевозможный λογής λογής, κάθε λογής
    * * *
    λογής λογής, κάθε λογής

    Русско-греческий словарь > всевозможный

  • 14 вторник

    вторник м η Τρίτη во \вторник την Τρίτη каждый \вторник κάθε Τρίτη по \вторникам τις Τρίτες
    * * *
    м
    η Τρίτη

    во вто́рник — την Τρίτη

    ка́ждый вто́рник — κάθε Τρίτη

    по вто́рникам — τις Τρίτες

    Русско-греческий словарь > вторник

  • 15 день

    день м η (η)μέρα нерабочий \день η μέρα αργίας будний \день η καθημερινή; рабочий η εργάσιμη μέρα - рождения η γιορτή, τα γενέθλια; каждый \день κάθε μέρα; через \день μέρα παρά μέρα; на другой \день την άλλη μέρα, την επομένη; с сегодняшнего дня από σήμερα; с завтрашнего дня από αύριο; в два часа дня στις δύο το μεσημέρι; в первой половине дня το πρωί; во второй половине дня το απόγευμα; Всемирный \день молодёжи η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας; Международный женский \день η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας; День Победы η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης ◇ изо дня в \день από τη μια μέρα στην άλλη со дня на \день από μέρα σε μέρα; на днях αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες (σ будущем)' τις προάλλες, προ ημερών (ο прошлом)' добрый \день! καλημέρα!· καλησπέρα! (во второй половине дня) деньги мн. τα χρήματα, τα λεφτά мелкие \день τα ψηλά· бумажные \день τα χαρτονομίσματα наличные
    * * *
    м
    η (η)μέρα

    нерабо́чий день — η μέρα αργίας

    бу́дний день — η καθημερινή

    рабо́чий день — η εργάσιμη μέρα

    день рожде́ния — η γιορτή, τα γενέθλια

    ка́ждый день — κάθε μέρα

    че́рез день — μέρα παρά μέρα

    на друго́й день — την άλλη μέρα, την επομένη

    с сего́дняшнего дня — από σήμερα

    с за́втрашнего дня — από αύριο

    в два часа́ дня — στις δύο το μεσημέρι

    в пе́рвой полови́не дня — το πρωί

    во второ́й полови́не дня — το απόγευμα

    Всеми́рный день молодёжи — η Διεθνής Ημέρα της Νεολαίας

    Междунаро́дный же́нский день — η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας

    День Побе́ды — η Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης

    ••

    изо дня́ в день — από τη μια μέρα στην άλλη

    со дня на́ день — από μέρα σε μέρα

    на дня́х — αυτές τις μέρες, σε λίγες μέρες ( о будущем); τις προάλλες, προ ημερών ( о прошлом)

    до́брый день! — καλημέρα καλησπέρα! ( во второй половине дня)

    Русско-греческий словарь > день

  • 16 ежегодно

    Русско-греческий словарь > ежегодно

  • 17 ежедневно

    ежедневно καθημερινά, κάθε μέρα
    * * *
    καθημερινά, κάθε μέρα

    Русско-греческий словарь > ежедневно

  • 18 ежемесячно

    ежемесячно μηνιαίως, κάθε μήνα
    * * *
    μηνιαίως, κάθε μήνα

    Русско-греческий словарь > ежемесячно

  • 19 ежеминутно

    Русско-греческий словарь > ежеминутно

  • 20 еженедельно

    Русско-греческий словарь > еженедельно

См. также в других словарях:

  • κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… …   Dictionary of Greek

  • κάθε — άκλ. επιμεριστική αντων. 1. καθένας: Κάθε σπίτι του χωριού έχει και φούρνο. 2. (παροιμ.): «Κάθε ποταμάκι με την κατεβασιά του», που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει και στιγμές βιαιότητας. – «Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη», που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… …   Dictionary of Greek

  • μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

  • επίπεδο — Κάθε επιφάνεια, πάνω στην οποία εφαρμόζει η ευθεία προς όλες τις διευθύνσεις. Στην αναλυτική γεωμετρία, το ε. χαρακτηρίζεται ως το καρτεσιανό γινόμενο R χ R (όπου R είναι το σύνολο των πραγματικών αριθμών), δηλαδή το σύνολο των διατεταγμένων… …   Dictionary of Greek

  • επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»