ιόεις
1ἰόεις — violet coloured masc nom sg …
2ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… …
3ἰόεντα — ἰόεις violet coloured neut nom/voc/acc pl ἰόεις violet coloured masc acc sg …
4ἰοέσσης — ἰόεις violet coloured fem gen sg (attic epic ionic) …
5ἰόεντας — ἰόεις violet coloured masc acc pl …
6ἰόεντι — ἰόεις violet coloured masc/neut dat sg …
7ἰόεσσα — ἰόεις violet coloured fem nom/voc sg …
8ἰόεσσαν — ἰόεις violet coloured fem acc sg …
9φυκιόεις — εσσα, εν, Α καλυμμένος με φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ι όεις (βλ. λ. όεις) αντί τού αναμενόμενου *φυκ όεις για μετρικούς λόγους (πρβλ. τειχ ιόεις*: τεῖχος, τερμ ιόεις*: πιθ. τέρμα] …
10ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …
- 1
- 2