ιταλία

  • 81Λουγκάνο, λίμνη του- — (Lago di Lugano). Λιμναία λεκάνη (50,5 τ. χλμ.) στις νότιες πλαγιές των Άλπεων, μεταξύ των λιμνών Ματζόρε στα Δ και Κόμο στα Α, στα σύνορα Ελβετίας και Ιταλίας. Η λεκάνη, παγετωνικής προέλευσης, έχει ακανόνιστο σχήμα, ενώ τα δύο τρίτα της έκτασής …

    Dictionary of Greek

  • 82Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …

    Dictionary of Greek

  • 83Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η …

    Dictionary of Greek

  • 84Ματσίνι, Τζουζέπε — (Giuseppe Mazzini, Γένοβα 1805 – Πίζα 1872). Ιταλός πολιτικός. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και ο ίδιος σπούδασε νομική στο πανεπιστήμιο της Γένοβα. Συμμετείχε από νεαρή ηλικία στην πολιτική και το 1827 έγινε μέλος του κινήματος των Καρμπονάρων.… …

    Dictionary of Greek

  • 85Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …

    Dictionary of Greek

  • 86ρομανική τέχνη — Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 12ου αι., εκδηλώθηκε στην Ευρώπη μια κίνηση για το ξαναζωντάνεμα όλων των τεχνών και πρώτα πρώτα της αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομα ρομανική. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την ίδια ορολογική αξία …

    Dictionary of Greek

  • 87Ρώμας — Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Ιταλίας, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη τον 16o αι. και έπειτα στη Ζάκυνθο. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι ακόλουθοι. 1. Αλέξανδρος (1861 – 1914). Γιος του Σπυρίδωνα. Σπούδασε πολιτικές… …

    Dictionary of Greek

  • 88Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …

    Dictionary of Greek

  • 89Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …

    Dictionary of Greek

  • 90αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …

    Dictionary of Greek