ιταλία

  • 101μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… …

    Dictionary of Greek

  • 102μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …

    Dictionary of Greek

  • 103τροβαδούρος — (traubadour). Ποιητής του Μεσαίωνα, που συνέθετε τα ποιήματά του στη λεγόμενη γλώσσα του οκ (oc) ή προβηγκιανή γλώσσα της νότιας Γαλλίας. Ο αντίστοιχος όρος στη γλώσσα του όιλ (οïl) που ήταν η γλώσσα της βόρειας Γαλλίας, ήταν: trouvère. Με τους… …

    Dictionary of Greek

  • 104Αδραμυττηνός, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1445; – Παβία, Ιταλία 1485;).Κρητικός λόγιος. Το όνομά του συνδέεται με την ανάπτυξη των ελληνικών σπουδών στη Βενετία. Άσκησε σημαντική επιρροή σε διάσημους Ιταλούς ουμανιστές και είχε σχέσεις με τους πρώτους Κρητικούς τυπογράφους της… …

    Dictionary of Greek

  • 105Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …

    Dictionary of Greek

  • 106Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …

    Dictionary of Greek

  • 107Αυλώνας και Αυλών — (αλβαν. Vlore). Πόλη (147.267 κάτ. το 2001) και λιμάνι της Ν Αλβανίας. Είναι χτισμένη γύρω στο ενάμισι μίλι μακριά από την παραλία όπου βρίσκεται το λιμάνι της, το καλύτερο και ασφαλέστερο λιμάνι της χώρας. Η πόλη παρουσιάζει γραφικότητα, χάρη… …

    Dictionary of Greek

  • 108Βαλσαμάκης — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής, που διασκορπίστηκε στην Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τη Δύση. 1. Γεράσιμος (19ος αι.). Όσο ήταν σπουδαστής στην Πίζα της Ιταλίας, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντίθεση μεταξύ Κοραή και Κοδρικά για το… …

    Dictionary of Greek

  • 109Βελάσκεθ, Ντιέγκο Ροντρίγκεθ ντε Σίλβα ι- — (Diego Rodriguez da Silva y Velazquez, Σεβίλη 1599 – Μαδρίτη 1660). Ισπανός ζωγράφος. Ήταν παιδί ακόμα όταν άρχισε τη μαθητεία του στο εργαστήριο του Φρανθίσκο Πατσέκο. Παρά τον όψιμο μανιερισμό του δασκάλου του, ο Β. ενδιαφέρθηκε περισσότερο για …

    Dictionary of Greek

  • 110Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …

    Dictionary of Greek