-
1 ισόγειο
[исойо] ουσ. о. находящийся на уровне эемлиΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ισόγειο
-
2 первый
первый πρώτος· \первый этаж το ισόγειο· \первый раз η πρώτη φορά· \первыйого числа στην πρώτη του μήνα· в \первыйом часу κατά τη μία η ώρα· половина \первыйого δώδεκα και μισή η ώρα· прийти \первыйым έρχομαι πρώτος* * *пе́рвый эта́ж — το ισόγειο
пе́рвый раз — η πρώτη φορά
пе́рвого числа́ — στην πρώτη του μήνα
в пе́рвом часу́ — κατά τη μία η ώρα
полови́на пе́рвого — δώδεκα και μισή η ώρα
прийти́ пе́рвым — έρχομαι πρώτος
-
3 этаж
этаж м το πάτωμα, ο όροφος; первый \этаж το ισόγειο; второй \этаж το πρώτο πάτωμα, ο πρώτος όροφος* * *мτο πάτωμα, ο όροφοςпе́рвый эта́ж — το ισόγειο
второ́й эта́ж — το πρώτο πάτωμα, ο πρώτος όροφος
-
4 этаж
ο όροφος, το πάτωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > этаж
-
5 бенуар
бенуарм:ложа \бенуара τό ἰσόγειο θεωρείο θεάτρου. -
6 нижний
ни́жн||ийприл κατώτερος:\нижнийяя ступенька τό κάτω σκαλί, τό τελευταίο σκαλοπάτι· \нижнийяя часть города ἡ κάτω πόλις· \нижнийее течение реки́ ὁ κάτω ρους τοῦ ποταμού· \нижний этаж τό ϊσόγειο[ν]· \нижнийяя палуба τό ὑπόφραγμα· \нижнийее белье τά ἐσώρ-ρουχα· \нижнийяя юбка ἡ μεσόφουστα, τό με-σοφόρι· ◊ \нижнийяя палата полит ἡ κάτω Βουλή. -
7 низ
низм τό κάτω μέρος:с низу до верху ἀπό πάνω ἔως κάτω· в самом \низу́ στό πιό κάτω μέρος· \низ дома τό ίσόγειο[ν]· \низ платья ὁ ποδόγυρος. -
8 этаж
этажм ὁ ὅροφος, τό πάτωμα:первый \этаж τό ἰσόγειο· второй \этаж τό πρώτο πάτωμά на третьем \этаже́ στό δεύτερο πάτωμα. -
9 бенуар
[μπινουάρ] ουσ. α. ισόγειο θεωρείο θεάτρου -
10 бенуар
[μπινουάρ] ουσ α ισόγειο θεωρείο θεάτρου -
11 бенуар
-а α.ισόγειο θεωρείο θεάτρου. -
12 этаж
-а α.όροφος, πάτωμα•первый этаж το ισόγειο•
второй этаж πρώτος όροφος•
третий этаж δεύτερος όροφος κ.ο.κ.
См. также в других словарях:
ισόγειο — το τμήμα μιας κατοικίας που βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια της γης: Στο ισόγειο μένουν οι γονείς μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισόγειο — το βλ. ισόγειος … Dictionary of Greek
Μπενάκη, Μουσείο — Μουσείο της Αθήνας, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνιος Μπενάκης (βλ. λ.). Αποτελεί ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στεγάζεται στο αρχοντικό του Εμμανουήλ Μπενάκη (γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Κουμπάρη). Το Μουσείο δημιουργήθηκε από τις… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… … Dictionary of Greek
Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… … Dictionary of Greek
Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ύδρας — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ύδρας στεγάζεται από το 1996 σε ένα νεόδμητο και απόλυτα εναρμονισμένο με το περιβάλλον κτίριο, το οποίο χτίστηκε στη θέση ενός παλιότερου, που στέγαζε μέχρι το 1972 μαζί με το μουσείο και το ιστορικό αρχείο του … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… … Dictionary of Greek