-
1 ισχυρισμός
[исхиризмос] ουσ. а. утверждение, настаивание на чем-либо.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ισχυρισμός
-
2 утверждение
утверждение с 1) (санкционирование) η επικύρωση, η έγκριση 2) (высказывание} о ισχυρισμός, η επιμονή, η βεβαίωση* * *с1) ( санкционирование) η επικύρωση, η έγκριση2) ( высказывание) ο ισχυρισμός, η επιμονή, η βεβαίωση -
3 довод
доводм τό ἐπιχείρημα, ὁ ίσχυρισμός:неоспоримый \довод τό ἀδιάψευστο ἐπιχείρημα· несостоятельный \довод ὁ ἀβάσιμος ἰσχυρισμός· приводить \доводы προβάλλω ἐπιχειρήματα· \доводы за и против τά ὑπέρ καί τά κατά. -
4 утверждение
утверждениес1. (санкционирование) ἡ ἐγκριση [-ις], ἡ ἐπικύρωση [-ις]:\утверждение закона ἡ ἐπικύρωση νόμου· \утверждение в должности ἡ ἐγκριση διορισμού, ὁ διορισμός· дать на \утверждение προτείνω γιά ἐγκριση·2. (укрепление) ἡ ἐδραΙωση [-ις], ἡ στερέωση [-ις]:\утверждение советской власти ἡ ἐδραίωση τής σοβιετικής ἐξουσίας·3. (высказывание) ὁ ἰσχυρισμός, ἡ γνώμη:это неправильное \утверждение δέν εἶναι σωστός αὐτός ἰσχυρισμός. -
5 утверждение
1. (установление, упрочение) η στερέωση, η εδραίωση 2. (принятие окончательного решения) η έγκριση, η επικύρωση, η βεβαίωση 3. (чего-л. в законном порядке, санкционирование чьего-л. назначения какого-л. постановления и т.п.) η έγκριση 4. (мысль, положение, высказывание, утверждающие либо доказывающие что-л.) о ισχυρισμόςη γνώμη, η σκέψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утверждение
-
6 отговорка
отговор||каж ἡ πρόφαση [-ις], ἡ δικαιολογία, ὁ ἰσχυρισμός:пустая \отговорка ἡ φτηνή πρόφαση· без \отговоркаок! χωρίς ἀντιρρήσεις! -
7 безотносительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;άσχετος, ανεξάρτητος•это утверждение -о αυτός ο ισχυρισμός είναι άσχετος.
-
8 довод
-а α.επιχείρημα, ισχυρισμός• συλλογισμός•неоспоримый довод αδιαμφισβήτητο επιχείρημα•
убедительный довод πειστικό επιχείρημα•
приводить -ы φέρω επιχειρήματα•
веский довод σοβαρό επιχείρημα.
-
9 отговорка
-и θ.δικαιολογία, άρνηση, ισχυρισμός, πρόφαση, πρόσχημα•пустая отговорка κούφια (αβάσιμη) δικαιολογία•
без -рок χωρίς δικαιολογίες, χωρίς αντιρρήσεις.
-
10 утверждение
-я ουδ.1. στερέωση• εδραίωση•утверждение власти εδραίωση της εξουσίας•
утверждение порядка εδραίωση της τάξης.
2. επικύρωση• έγκριση•утверждение договора επικύρωση της συμφωνίας•
плана έγκριση του σχεδίου•
утверждение закона επικύρωση του νόμου•
утверждение в должности έγκριση διορισμού•
дать на утверждение υποβάλλω για έγκριση.
3. θέση, σκέψη, γνώμη• ισχυρισμός•его -я совершенно правильны οι ισχυρισμοί του είναι απόλυτα σωστοί.
См. также в других словарях:
ισχυρισμός — ο 1. η διατύπωση και επίμονη υποστήριξη μιας γνώμης ή άποψης 2. (νομ.) διατύπωση προς υποστήριξη ή ένσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισχυρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
ισχυρισμός — ο επίμονη βεβαίωση, υποστήριξη γνώμης: Οι ισχυρισμοί του αποδείχτηκαν αναληθείς. – Προβάλλω τον ισχυρισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
στερεότυπα, κοινωνικά — Είναι το προϊόν της απόδοσης ενός χαρακτηριστικού στα αντικείμενα (π.χ. ομάδες ατόμων), που προέρχεται από μια επιπόλαιη ή πολύ κατά προσέγγιση και αυθαίρετη γενίκευση, και επομένως αποκλείει κάθε λογική επεξεργασία ή πειραματική επαλήθευση.… … Dictionary of Greek
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek
ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… … Dictionary of Greek
αμφισβήτημα — ἀμφισβήτημα, το (Α) [ἀμφισβητῶ] 1. αμφισβητούμενο ζήτημα ή θέμα 2. επιχείρημα, ισχυρισμός … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek
ισχύρησις — ἰσχύρησις και ἰσχύρισις, ἡ (Α) [ισχύρω] ο ισχυρισμός … Dictionary of Greek