ισχυρισμός

  • 11ισχύρησις — ἰσχύρησις και ἰσχύρισις, ἡ (Α) [ισχύρω] ο ισχυρισμός …

    Dictionary of Greek

  • 12λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …

    Dictionary of Greek

  • 13πρόρρηση — η / πρόρρησις, ήσεως, ΝΑ [προλέγω] η πρόγνωση τού μέλλοντος, προφητεία αρχ. 1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.) 2. προκήρυξη 3. (ρητ.) προεισαγωγικός… …

    Dictionary of Greek

  • 14συκοφαντικός — ή, ό / συκοφαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [συκοφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «συκοφαντική… …

    Dictionary of Greek

  • 15φάσις — Όνομα ποταμού που αναφέρεται στην αρχαιότητα. Βρισκόταν στην Κολχίδα, πήγαζε από τα Μοσχικά όρη και χυνόταν στον Εύξεινο Πόντο. Την εποχή του Βυζαντίου ήταν γνωστός με την ονομασία Ρέων. Ο ποταμός ταυτίζεται με τον σημερινό Ριόν. Οι αρχαίοι τον… …

    Dictionary of Greek

  • 16φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 17αμπαμπσούρντο — (ab absurdo).Λατινική φράση, που σημαίνει εις άτοπον, η απαγωγή σε άτοπο. Μέθοδος αποδεικτικών συλλογισμών για να καταδείξουμε μια αλήθεια διαπιστώνοντας ότι o αντίθετος προς αυτήν ισχυρισμός είναι παράλογος …

    Dictionary of Greek

  • 18Δελφινείον — Ένα από τα πέντε δικαστήρια της αρχαίας Αθήνας, αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων φόνου. Ιδρύθηκε όταν η πολιτεία κατήργησε με τους νόμους της το δικαίωμα αυτοδικίας των πολιτών εναντίον εκείνου που σκότωνε συγγενή τους. Στο υπαίθριο αυτό… …

    Dictionary of Greek

  • 19Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 20Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …

    Dictionary of Greek